Στη λίστα των καρκινογόνων ουσιών οι εκπομπές καυσαερίων από κινητήρες Diesel(Diesel Exhaust) με απόφαση των Ευρωπαϊκών Οργάνων .Κίνδυνος για τον εξορυκτικό κλαδο .Δεν επαρκεί ο χρόνος προσαρμογής της υπόγειας εξορυκτικής δραστηριότητας

Του κ Χρήστου Καβαλόπουλου
Γενικού Διευθυντή του ΣΜΕ

Το θέμα αυτό προέκυψε από τις αποφάσεις των ευρωπαϊκών οργάνων (Commission, Κοινοβούλιο, Συμβούλιο) να τροποποιήσουν την Οδηγία 2004/37/ΕΕ περί καρκινογόνων ουσιών στο χώρο εργασίας (Carcinogens or Mutagens At Work Directive (CMD), εντάσσοντας κατά προτεραιότητα νέες ουσίες με αντίστοιχα όρια έκθεσης εργαζομένων

Μετά την πρώτη τροποποίηση της οδηγίας CMD, όπου εντάχθηκαν στη λίστα του Annex I 13 νέες ουσίες, μεταξύ αυτών και το Αναπνεύσιμο Κρυσταλλικό Πυριτικό που ενδιέφερε τον εξορυκτικό κλάδο, η Commission ανακοίνωσε στο τριμερές γνωμοδοτικό όργανο (εργαζόμενοι, εργοδότες και υπουργεία) σε θέματα Υγείας και Ασφάλειας, στην Advisory Committee of Safety and Health at Work (ACSH), όπως και στα ευρωπαϊκά όργανα την πρόθεσή της να προχωρήσει στην ένταξη νέων ουσιών στην CMD, μέσω μιας δεύτερης τροποποίησης στις οδηγίες. Αυτό που ενδιέφερε άμεσα τον κλάδο της εξόρυξης είναι η πρόθεση της ένταξης των καυσαερίων Diesel στην οδηγία που εστιάζεται στα DPM (Diesel Particles Matters) από τις εκπομπές καυσαερίων Diesel μηχανημάτων στο περιβάλλον εργασίας.

Είναι γεγονός, με την υπάρχουσα βιβλιογραφία/μελέτες (παράγοντας που δεν πρέπει να παραγνωριστεί), ότι οι χημικές ενώσεις στα diesel exhaust έχουν κατηγοριοποιηθεί ως καρκινογόνες. Τα DPM είναι σωματίδια που αποτελούνται από πυρήνες ελεύθερου στοιχειώδους άνθρακα (elemental carbon) οι οποίοι περιβάλλονται από οργανικές αρωματικές ενώσεις άνθρακα, αποτελούμενες κύρια από πολυαρωματικούς υδρογονάνθρακες (PAHs). Για μερικές από αυτές, υπάρχουν ενδείξεις για προξένηση καρκίνου από πιθανή παρατεταμένη έκθεση. Επιδημιολογικά, εργαζόμενοι που έχουν εκτεθεί σε diesel exhaust, αντιμετωπίζουν από απλά ή λιγότερο απλά προβλήματα στα μάτια και στη μύτη, πονοκεφάλους, μέχρι αναπνευστικές ασθένειες και καρκίνο στον πνεύμονα.

Πρέπει να σημειωθεί ότι οι εκπομπές καυσαερίων εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες όπως, τύποι μηχανήματος, ποιότητα καυσίμου, γενιά κινητήρα και τύπος κινητήρα, συστήματα δέσμευσης καυσαερίων, είδη χρησιμοποιούμενων λιπαντικών, συνθήκες λειτουργίας της μηχανής κ.α. Με δεδομένο ότι σε ένα χώρο εργασίας λειτουργούν πολλών ειδών μηχανές δύσκολα μπορεί να απομονωθούν οι πηγές και τα αίτια δημιουργίας του προβλήματος, σε συνδυασμό με τις αδυναμίες μετρήσεων. Επίσης, ευρωπαϊκοί φορείς, όπως η Business Europe και η Εuromines (συμμετέχει και ο ΣΜΕ) τονίζουν τις υφιστάμενες τεχνικές αδυναμίες καθολικής αντιμετώπισης του προβλήματος πχ με ηλεκτροκίνηση ή χρήση μπαταριών που σε κάποιες δραστηριότητες όπως σε μεταλλεία, δεν έχουν ακόμη καθολική εφαρμογή. Για όλα αυτά, οι φορείς της εξορυκτικής βιομηχανίας όπως και η Business Europe, προτείνουν στην Commission το όλο θέμα να διερευνηθεί σε μεγαλύτερη έκταση και η ένταξη των Diesel Exhaust, στην CMD να αναβληθεί για το εγγύς μέλλον.

Ο εξορυκτικός κλάδος, επισημαίνει ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη και άλλα προβλήματα όπως οι μεγάλες δυσκολίες μαζικής αντικατάστασης του υπάρχοντος εξοπλισμού και μάλιστα σε συνθήκες συνεχούς λειτουργίας (για λόγους ασφάλειας του έργου) των μεταλλείων. Τονίζεται επίσης ότι επί 15 συνεχή έτη, η εξορυκτική βιομηχανία εξελίσσει συνεχώς τα μέσα παραγωγής και το περιβάλλον εργασίας, ιδιαίτερα στις υπόγειες δραστηριότητες. Ένα υποχρεωτικό όριο έκθεσης μέσω της CMD και μάλιστα αβέβαιης εφικτότητας , κάνει πολύ δύσκολη τη συνέχεια αυτής της εξέλιξης.

Δυστυχώς, ο εξορυκτικός κλάδος, κύρια σε ό,τι αφορά στις υπόγειες δραστηριότητες, εισέρχεται σε αχαρτογράφητα νερά.

Παρά τις ενστάσεις για τον τρόπο αντιμετώπισης των εκπομπών των καυσαερίων από τα μηχανήματα με κινητήρες Diesel, τα ευρωπαϊκά όργανα συναποφάσισαν πριν από λίγες ημέρες την ένταξή τους στη λίστα των καρκινογόνων ουσιών, με όριο σε elemental carbon το 0,05 mg/m3.. Συναποφασίστηκε επίσης να δοθεί πρόσθετος χρόνος 5 ετών προσαρμογής της εξορυκτικής υπόγειας δραστηριότητας μετά την επίσημη ενσωμάτωση του κανονισμού (συνήθως 2 χρόνια για να ολοκληρωθεί από όλα τα κράτη μέλη).

Κατά τη γνώμη του γράφοντος, η εξέλιξη αυτή, σε συνάρτηση με όλο το κανονιστικό πλαίσιο υποχρεώσεων της εξορυκτικής βιομηχανίας, θα οδηγήσει σε επανεκτίμηση βιωσιμότητας όλων των υφιστάμενων έργων. Η λύση που μπορεί να αντιμετωπίσει άνετα τα νέα δεδομένα, είναι η αυτοματοποιημένη-ρομποτική λειτουργία των μηχανημάτων εξόρυξης-μεταφοράς. Ίσως, σε τελευταία ανάλυση, αυτό να είναι και το επιδιωκόμενο.

Μία τέτοια κατεύθυνση, όμως, θα απαιτήσει τεράστιες επενδύσεις και επανασχεδιασμό των υπαρχόντων έργων ή σχεδιασμό σε νέα βάση των νέων έργων. Όλα αυτά απαιτούν κατά κύριο λόγο να υπάρχει το κρίσιμο μέγεθος του έργου ή του κοιτάσματος όσον αφορά στα μεταλλεία.

Είναι πιθανό, όλα αυτά να οδηγήσουν σε κλείσιμο κάποιων λειτουργούντων εξορυκτικών έργων, με ό,τι αυτό συνεπάγεται στην αξιοποίηση των ορυκτών πόρων (όσων έχουν μείνει) της Ευρώπης. Επίσης είναι βέβαιο ότι θα διαφοροποιηθεί το μοντέλο εργασίας και ο αριθμός των απασχολούμενων στα υπόγεια έργα, χωρίς πάντα να είναι αναγκαία και ικανή συνθήκη ότι το πλεονάζον εργατικό δυναμικό θα μπορεί, ως δια μαγείας, να απορροφηθεί σε εργασίες άλλου τύπου ή είδους ή εργασία άλλων απαιτήσεων και εξειδικεύσεων του σημερινού μοντέλου.