Του Δρα Βαγγέλη Τζάμου RawMaterials Specialist Managing Director
GRawMat Innovation Cluster

Η εξέλιξη της ανθρώπινης κοινωνίας είναι από τους προϊστορικούς χρόνους συνυφασμένη με τις πρώτες ύλες. Ακόμα και για την ταξινόμηση της ανθρώπινης προϊστορίας (τουλάχιστον για την περιοχή της Ευρώπης), χρησιμοποιείται το σύστημα τριών εποχών, ανάλογα με το εκάστοτε υλικό κατασκευής των ανθρώπινων εργαλείων: εποχή του λίθου, εποχή του χαλκού και εποχή του σιδήρου.

Στον Ελληνικό χώρο, από την ακμή της Αρχαίας Ελλάδας μέχρι και τα μέσα του προηγούμενου αιώνα, οι κάτοικοί του συνδέθηκαν τόσο με την -παγκοσμίως γνωστή- ναυτοσύνη τους, όσο όμως και με την αξιοποίηση των φυσικών πρώτων υλών: από τον Παρθενώνα μέχρι τα πέτρινα τοξοτά γεφύρια των μαστόρων της Ηπείρου, και από τα αρχαία ελληνικά νομίσματα, κοσμήματα και όπλα μέχρι τη χρήση του οφιτασβεστίτη της Θεσσαλίας που εντοπίζουμε σε ρωμαϊκά και βυζαντινά μνημεία στη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, την Κωνσταντινούπολη, τη Ρώμη, τη Συρία, τη Σεβίλλη και την Τυνησία, η τεχνογνωσία στη εκμετάλλευση μετάλλων, δομικών και διακοσμητικών πετρωμάτων για τη δημιουργία πολιτιστικών θαυμάτων, χρηστικών αντικειμένων και έργων υποδομής έχει υπογράψει ανεξίτηλα την παρουσία του Ελληνισμού στην περιοχή της Μεσογείου.

Βεβαίως, ως λαός δε φημιζόμαστε πως διδασκόμαστε από τις επιτυχίες ή τις αποτυχίες του παρελθόντος. Διαγράφοντας λοιπόν τα παραπάνω -όπως συνηθίζουμε- και πηγαίνοντας fast forward στο παρόν, παρατηρούμε πως η Ελλάδα ανήκει πλέον σε έναν ενοποιημένο (εντός ή εκτός εισαγωγικών) Ευρωπαϊκό χώρο που προσπαθεί να βρει τη θέση του στα πλαίσια ενός παγκόσμιου περιβάλλοντος στο οποίο οι ισορροπίες δυνάμεων αλλάζουν με πρωτοφανείς ρυθμούς και οι υπόλοιπες υπερδυνάμεις (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία) προσπαθούν να ισχυροποιήσουν τη θέση τους με κάθε τρόπο. Τι σημαίνει όμως θέση ισχύος γεωπολιτικά; Μα ό,τι σημαίνει εδώ και πολλά χρόνια και ιδιαίτερα μετά την 1η βιομηχανική επανάσταση: προνομιακή πρόσβαση σε πρώτες ύλες και ενεργειακές πηγές. Είναι εμφανές λοιπόν, πως ένας υγιής, ισχυρός, με σεβασμό στο περιβάλλον, τις τοπικές κοινωνίες και τη βιώσιμη ανάπτυξη, εξορυκτικός κλάδος αποτελεί στρατηγικό πλεονέκτημα για την Ελλάδα και κατ’ επέκταση την Ε.Ε.

Περαιτέρω, οι πολιτικές πράσινης μετάβασης ή, με άλλα λόγια, η μετάβαση σε οικονομία μηδενικού ανθρακικού αποτυπώματος, απαιτούν νέες τεχνολογίες, νέες υποδομές και πόρους και αναμένεται να αυξήσουν τη ζήτηση σε συγκεκριμένα ορυκτά έως και 1.000% μέχρι το 2030. Πολλά από αυτά τα ορυκτά δε, αποτελούν εξορυκτικό ολιγοπώλιο ή και μονοπώλιο συγκεκριμένων χωρών. Είναι η ώρα λοιπόν οι χώρες της Ε.Ε. να λάβουν γενναίες αποφάσεις που θα τις οδηγήσουν το συντομότερο στην απεξάρτηση από τις διαθέσεις των ολιγοπωλίων και στη δυνατόν μεγαλύτερη αυτάρκεια πρώτων υλών. Η Ελλάδα έχει την τύχη να ανήκει σε σχετικά πλούσια κοιτασματολογική περιοχή. Με αυτό ως δεδομένο, το ελληνικό κράτος καλείται να εκμεταλλευτεί αυτή τη γεωπολιτική, αναπτυξιακή και οικονομική ευκαιρία, αφού όμως πρώτα απαντήσει ειλικρινά σε δύο απλά αλλά κρίσιμα ερωτήματα: αν θέλει έναν ισχυρό και ανταγωνιστικό εξορυκτικό κλάδο και το, κυριότερο, αν μπορεί να τον υποστηρίξει αλλάζοντας ριζικά τις κατεστημένες νομοθετικές, διοικητικές και άλλες παρεμφερείς νοοτροπίες.

Ταπεινή μου άποψη πως το όφελος που μπορεί να προκύψει, ξεπερνάει κατά πολύ τα στενά όρια ενός επαγγελματικού κλάδου και αγγίζει τελικά την ποιότητα ζωής και το μέλλον όλων μας.