ΠΕΡΙΟΔΟΣ Α: 1924-1952

«Ένωσις εν Ελλάδι Μεταλλουργικών και Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων (πρόδρομος ΣΜΕ)»

Στις 28 Μαΐου 1924, στα γραφεία του Φερδινάνδου Σερπιέρη πραγματοποιήθηκε η πρώτη έκτακτη Γενική Συνέλευση της «Ενώσεως των εν Ελλάδι Μεταλλουργικών και Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων».

Ονόματα λίγο ή πολύ μύθοι στην ιστορία της ελληνικής μεταλλευτικής δραστηριότητας αλλά και της εν γένει οικονομικής ζωής της χώρας, συγκεντρώθηκαν εκπροσωπώντας είτε προσωπικές είτε ανώνυμες εταιρείες, προκειμένου ενώνοντας τις δυνάμεις τους να διεκδικήσουν το μέλλον της ελληνικής μεταλλείας.

Στην πρώτη αυτή Γενική Συνέλευση, εκτός του Φ. Σερπιέρη παρευρέθηκαν µμεταξύ άλλων οι Κ. Νέγρης, Στ. Κορυζής, Ηλ. Γούναρης, ∆. Παπαστρατής, εκπροσωπώντας συνολικά 21 εταιρείες, το σύνολο δηλαδή των δραστηριοποιούμενων στον ελλαδικό χώρο.

Το πρώτο Προεδρείο της Ένωσης που εκλέχθηκε ομόφωνα αποτελείτο από τους Φ. Σερπιέρη Πρόεδρο, Σπ. Παπαφράγκο Αντιπρόεδρο, Ηλ. Γούναρη Γενικό Γραµµατέα και Στ. Κορυζή, Ν. Ραφαήλ µέλη.

Άνθρωποι διορατικοί και πρωτοπόροι οι µμεταλλευτές συνέλαβαν τα μηνύματα των καιρών για συλλογική δράση των παραγωγικών τάξεων και έτσι στην δεύτερη Γενική τους Συνέλευση το Νοέμβριο του 1924, αποφάσισαν να εκπροσωπηθούν στο «Πανελλήνιο Συνέδριο της Βιομηχανίας και Ναυτιλίας» που διοργάνωσε η υπό σύσταση «αντίστοιχος Ομοσπονδία».

Παραθέτουμε αντίγραφο των χειρόγραφων πρακτικών από την ιδρυτική συνεδρίαση των Μεταλλευτικών και Μεταλλουργικών Επιχειρήσεων από την οποία προέκυψε ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων.

Η συλλογική αυτή προσπάθεια των μεταλλευτών συμπίπτει µε το τέλος μιας πολυκύμαντης αλλά συνάμα παραγωγικής περιόδου για την Ελλάδα η οποία αρχίζει µε δυο νικηφόρους βαλκανικούς πολέμους και καταλήγει µε µια περιπετειώδη πορεία, στην οποία εναλλάσσεται η δόξα µε τη συμφορά, στη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών µμεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας.

Οι περιπέτειες της χώρας λήγουν τυπικά µε την υπογραφή της συνθήκης της Λωζάνης το 1923 και την αλλαγή του πολιτεύματος σε αβασίλευτη δημοκρατία, µετά από δημοψήφισμα, το 1924.

Την πολιτική ομαλότητα των επομένων ετών διαταράσσουν στρατιωτικά κινήματα, δικτατορικές επιδιώξεις, έντονη κοινωνική αντιπαράθεση και ο αντίκτυπος της διεθνούς οικονομικής κρίσης, χωρίς βέβαια να λείπουν χρονικά διαστήματα δημοκρατικής διακυβέρνησης. Κατάληξη της ταραγμένης προπολεμικής περιόδου ήταν η επιβολή της δικτατορίας Μεταξά την 4η Αυγούστου 1936.

Στο πρώτο τέταρτο του 20ου αιώνα και πριν από τη δημιουργία της Ένωσης , οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις της χώρας ασχολήθηκαν περισσότερο µε την εξόρυξη και 2 διάθεση µμεταλλευμάτων σε φυσική κατάσταση και λιγότερο µε την επεξεργασία και τον εμπλουτισμό τους.

Έτσι η Ελλάδα ήταν υποχρεωμένη να εισάγει σε ακριβές τιμές προϊόντα από την επεξεργασία των πρώτων υλών που εκείνη εξόρυσσε και στη συνέχεια διέθετε στο εξωτερικό.

Μετά τους Βαλκανικούς και τον Α΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, άρχισε να αυξάνει η παραγωγή μεταλλευμάτων φθάνοντας το 1918 τους 420 χιλ. τόνους σιδήρου, σιδηροµαγγανίου, µολύβδου, ψευδαργύρου, σιδηροπυρίτη, χαλκού, λευκολίθου, σµύριδας και λιγνίτη. Τον ίδιο χρόνο είχαμε παραγωγή µόνο 15 χιλ. τόνων προϊόντων καµινείας. Την εποχή εκείνη εργάζονταν στα µεταλλεία 9.200 εργάτες, από τους οποίους οι 4.400 εργάζονταν σε υπόγειες εκµεταλλεύσεις και οι 4.800 σε επιφανειακές, µε µέσο ηµεροµίσθιο 6,12 δρχ..

Εκείνη την περίοδο αναπτύσσεται εξορυκτική – µεταλλευτική δραστηριότητα στις πιο κάτω περιοχές :

  • Σέριφος-Σίφνος-Αταλάντη (σιδηρούχα µεταλλεύµατα)

  • Λαύριο (µεταλλεύµατα ψευδαργύρου, αργυρούχου µολύβδου)

  • Λάρυµνα (µεταλλεύµατα νικελίου – ανακαλύφθηκαν το 1910)

  • Μαντούδι Ευβοίας (λευκόλιθος και από το 1913 δίπυρος µαγνησία)

  • Στρατονίκη – Ερµιόνη (σιδηροπυρίτες)

  • Γερακινή (λευκόλιθος)

  • Μήλος (Θειάφι)

  • Κύµη-Ωρωπός-Αλιβέρι (λιγνίτης)

Ένα χρόνο µετά την ίδρυση της Ένωσης, δηλαδή το 1925, δηµιουργήθηκε η πρώτη εταιρεία εξόρυξης βωξίτη από τους αδελφούς Ιωάννη και Γεώργιο Μπάρλο, οι οποίοι έστειλαν στο Πανεπιστήµιο Μπρεσλάου της Γερµανίας το 1917 δείγµατα µεταλλεύµατος από τις περιοχές ∆ιστόµου, Αντικύρας και Ελικώνος, οπότε και αποδείχθηκε ότι τα µέχρι τότε θεωρούµενα ως φτωχά µεταλλεύµατα σιδήρου, ήταν στην πραγµατικότητα βωξίτης, µε τη σηµαντική, όπως αποδείχθηκε αργότερα, αξία.

Την ίδια περίοδο, η «Γαλλική Εταιρεία Μεταλλείων Λαυρίου» άρχισε την κατεργασία µικτών θειούχων µεταλλευµάτων µε τη µέθοδο της διαφορετικής επίπλευσης για την παραγωγή συµπυκνωµάτων γαληνίτη και σφαλερίτη.

Κατά την περίοδο µετά την ίδρυση της Ένωσης και µέχρι τον Β΄ Παγκόσµιο Πόλεµο, η ελληνική µεταλλεία σηµειώνει σηµαντικές προόδους ανάλογες µε εκείνες της βιοµηχανίας – βιοτεχνίας και των έργων υποδοµής που πραγµατοποιήθηκαν την ίδια περίοδο. Περίοδος που σηµαδεύεται κυρίως από την παγκόσµια οικονοµική κρίση του 1929.

Οι εξαγωγές µεταλλευµάτων απέφεραν στην χώρα συνάλλαγµα αξίας 175 εκατοµ. δρχ. το 1932.

Την ίδια περίοδο από τον Ευριπίδη Μαυροµάτη και τον Ηλία Ηλιόπουλο ιδρύθηκαν η «ΑΕΜ Βωξίται Παρνασσού» (1933) και η «Α.Ε. Αργυροµεταλλευµάτων και Βαρυνίτης» (1934). Το έργο τους συνέχισε και προώθησε η Γεώργιος Ηλιόπουλος µε στενό του συνεργάτη τον Αθανάσιο Ηλιόπουλο. Επίσης την ίδια χρονιά το «Τεχνικό Γραφείο ∆ηµητρίου Σκαλιστήρη» άρχισε να ασχολείται µε µεταλλευτικές έρευνες στην περιοχή Ελευσίνας, όπου ανακάλυψε τα εκεί βωξιτικά κοιτάσµατα.

Το 1936 τα νικελιούχα µεταλλεύµατα έφθασαν τους 50 χιλ. τόνους, οι σιδηροπυρίτες τους 208 χιλ. τόνους και οι λευκόλιθοι τους 116 χιλ. τόνους.

Ιδιαίτερη όµως εξόρμηση κάνουν οι εταιρείες βωξίτη από το 1935 και ιδιαίτερα η «Α.Ε. Μεταλλείων Βωξίται Παρνασσού» που η παραγωγή της έφθασε του 130 χιλ. τόνους. Ταυτόχρονα δραστηριοποιούνται στην παραγωγή βωξίτη και οι «Αδελφοί Λ. Μπάρλου» «Α.Ε. Μπάρλου Βωξίται Ελλάς», «Α.Ε. Μεταλλείων και Σιδηροδρόµων OTAVI», «ΑΕΜ Βωξίται ∆ελφών» και το «Τεχνικό Γραφείο ∆ηµητρίου Σκαλιστήρη». Το 1940, πριν από την έναρξη του Πολέµου µε την Ιταλία, η εταιρεία «Χρυσωρυχεία Βορείου Ελλάδος Α.Ε.» µε πρωταγωνιστή τον Ηλία Ηλιόπουλο σηµειώνει προόδους στην παραγωγή προσχωµατικού χρυσού από το Γαλλικό Ποταµό. Ήλθε όµως η κατοχή και σταµάτησε σχεδόν κάθε µεταλλευτική δραστηριότητα. Κατά την διάρκειά της και παρά τις προσπάθειες που κατέβαλαν στα στρατεύµατα κατοχής για την τόνωση της µεταλλευτικής δραστηριότητας, που θα τους ήταν χρήσιµη για την διεξαγωγή των πολεµικών τους επιχειρήσεων (χρωµίτης, βωξίτης, νικέλιο κ.α.), η µεταλλευτική παραγωγή παρέµεινε σε χαµηλά επίπεδα εκτός του λιγνίτη.

Πολλά και διάφορα ήταν τα προβλήµατα που αντιµετώπιζαν οι µεταλλευτικές επιχειρήσεις, από την χρονιά της δηµιουργίας της Ένωσης τους (1924) µέχρι τον ∆εύτερο Παγκόσµιο Πόλεµο (1940) και στα οποία προσπάθησαν οι τότε εκπρόσωποί τους να παρέµβουν για την επίλυσή τους.

Από τα πρακτικά των συνεδριάσεων του ∆ιοικητικού Συµβουλίου και των Γενικών Συνελεύσεων αλλά και από την αλληλογραφία µε τις ∆ηµόσιες Υπηρεσίες εκείνης της εποχής, σύµφωνα µε τα αρχεία του ΣΜΕ, τα οποία αποτελούν πηγές πολλαπλών πληροφοριών για τα τότε τεκταινόµενα, δειγµατοληπτικά µόνο κανείς µπορεί να αναφερθεί στα γεγονότα αυτά.

Έτσι βλέπουµε, την προσπάθεια των ιδρυτών της Ενώσεως να διευρυνθεί ο αριθµός των µελών της, µε την αποστολή επιστολών σε επιχειρήσεις και ιδιώτες ζητώντας τους να γίνουν µέλη.

Ασχολούνται µε τα προβλήµατα των λιγνιτωρυχείων που δηµιουργήθηκαν από την εισαγωγή λιθάνθρακα από τη Ρωσία σε χαµηλότατες τιµές (ή τιµές DUMPING όπως θα λέγαµε σήµερα). Τη συµµετοχή της Ενώσεως στην υπό σύσταση οµοσπονδία βιοµηχάνων – εφοπλιστών («Πανβιοµηχανική – Πανεφοπλιστική Οµοσπονδία» το 1924) όπως ήδη αναφέρθηκε.

Παρεµβαίνει στο τότε Υπουργείο «Γεωργίας, Εµπορίου και Βιοµηχανίας» ζητώντας την συµπαράστασή του, ώστε να αρθούν οι επιβληθέντες δασµοί στην Γερµανία και τις Ηνωµένες Πολιτείες Αµερικής στις εισαγωγικές λευκολίθου από την Ελλάδα (1926).

Αλλά και για τους περιορισµούς στην εισαγωγή ελληνικού σιδηροµεταλλεύµατος στην Ιταλία, λόγω της προσπάθειας δηµιουργίας από την Ισπανία ενός ΤΡΑΣΤ για την µονοπωλιακή εισαγωγή σιδηροµεταλλεύµατος στην Ιταλία από αυτήν.

Συµµετέχει µε εκπροσώπους της στην προσπάθεια της τότε Κυβέρνησης για την υποχρεωτική ασφάλιση των εργατοτεχνιτών και ιδιαίτερα την σύσταση του Ταµείου µεταλλευτών, ζητώντας όχι µόνο από τα µέλη της να της αποστείλουν στοιχεία για την οικογενειακή κατάσταση και την ηλικία του προσωπικού τους και των οικογενειών τους, αλλά ζητά και από εργοδοτικές ενώσεις της Γαλλίας να στείλουν τους αναλογιστικούς πίνακες που χρησιµοποίησαν όταν προχώρησαν σε αυτό το µέτρο.

Το Φεβρουάριο του 1927 σχηµατίζει τριµελή επιτροπή από µέλη του ∆.Σ. για την επίπλωση του πρώτου γραφείου της εταιρείας στην οδό Πατησίων αριθµός 29 που νοίκιασε προς 1.000 δρχ. το µήνα. Η πίστωση που εγκρίθηκε για την επίπλωση ήταν 30.000 δρχ..

Το Μάϊο 1927, ένας καταιγισµός νοµοσχεδίων κατατίθεται στην Βουλή που αφορούν άµεσα ή έµµεσα τις µεταλλευτικές επιχειρήσεις. «Περί προστασίας της παραγωγής και εκµεταλλεύσεως του εγχωρίου λιγνίτου» «Περί συνιδιοκτητών µεταλλείων» «Περί συλλογικών συµβάσεων εργασίας» «Περί συµβολαίου εργασίας & περί υπαλληλικής συµβάσεως» «Περί αποζηµιώσεως των εν τη εργασία ατυχηµάτων» «Περί αποζηµιώσεως των επαγγελµατικών ασθενειών».

Το ∆.Σ. της Ένωσης αναθέτει ονοµαστικά σε µέλη του την εξέταση και υποβολή προτάσεων για το κάθε ένα από τα πιο πάνω θέµατα.

Με αρκετά γλαφυρό τρόπο παρουσίαζε προβλήµατα του κλάδου σε επιστολή της στο «Επί της Συγκοινωνίας Υπουργείο» στην προσπάθεια να µην εφαρµοσθεί στα µεταλλεία η επιβολή φόρου 3 δραχµών τον τόννο που επεβλήθη υπέρ «του ειδικού Ταµείου Μηχανηµάτων Λιµενικών έργων» το 1927. Ενώ την ίδια περίοδο ζητά την κατάργηση των δηµοτικών φόρων που επεβλήθησαν από την «δικτατορία» (του Πάγκαλου).

Με αίτησή της προς το Υπουργείο Εθνικής Οικονοµίας ζητάει την συµµετοχή εκπροσώπων της στο διαρκές συµβούλιο επί µεταλλευτικών θεµάτων που συστάθηκε. Η καταφατική απάντηση του Υπουργείου ανακοινώθηκε µετά από 2 ½ χρόνια περίπου, τον Μάρτιο 1930.

Στη συνεδρίαση της 6ης Μαρτίου 1931 του ∆.Σ. της Ένωσης, ανακοινώνεται «η δηµοσίευση του περίφηµου ∆ιατάγµατος περί προστασίας του εγχωρίου λιγνίτου…… «Αι δυσχέρειαι (στην δηµοσίευση) οφείλοντο κυρίως εις τας δυσκινήτους και στενοκεφάλους φοροτεχνικάς υπηρεσίας του Υπουργείου των Οικονοµικών».

Τον Ιούλιο 1934 καταβάλλεται προσπάθεια για την µη υπαγωγή στον νόµο περί Φόρου Κύκλου Εργασιών των επιχειρήσεων εξόρυξης λιγνίτη, παρά τις αντίθετες ερµηνείες που δίνουν στον Νόµο οι αρµόδιες Υπηρεσίες του Υπουργείου Οικονοµικών.

Το 1935 απασχολεί το Συµβούλιο της Ένωσης, η επιβάρυνση του Ταµείου των Μεταλλευτών µε τις συντάξεις αυτών που τραυµατίστηκαν από την χωροφυλακή στην απεργία των λιγνιτωρύχων στο Αλιβέρι.

Μεγάλη κινητικότητα εµφανίζεται την ίδια περίοδο και σε θέµατα µεταλλευτικής νοµοθεσίας µεταξύ των οποίων :

  • η κατοχύρωση της µεταλλευτικής ιδιοκτησίας
  • η ερµηνεία των ορίων
  • η τύχη των εκπτώτων χωρών
  • η συνιδιοκτησία των µεταλλείων

Μεταξύ Σεπτεµβρίου 1935 και Μαρτίου 1937 δεν συνεδριάζει το ∆.Σ. της Ένωσης ίσως λόγω των πολιτικών µεταβολών στη χώρα.

Το 1937 µε απόφαση του Συµβουλίου Επικρατείας, τα µεταλλευτικά προϊόντα δεν θεωρούνται βιοµηχανικά και απαλλάσσονται από τον Φόρο Κύκλου Εργασιών.

Στη συνεδρίαση της 11ης Φεβρουαρίου 1938 και ύστερα από πρόταση των Κ. Νέγρη και Η. Γούναρη γίνεται µέλος της Ένωσης η εταιρείας Ι. Γ. Λαµπρινίδης µε σοβαρή δραστηριότητα στην παραγωγή λευκολίθου, η αργότερα µετεξελιχθείσα σε «Ελληνικοί Λευκόλιθοι» και στην συνεδρίαση της 25ης Φεβρουαρίου 1938, γίνονται δεκτές στην Ενωση οι εταιρείες «Βωξίται Παρνασσού», «Α.Ε. Αργυροµεταλλευµάτων και Βαρυτίνης» και «∆. Σκαλιστήρης».

Σε πολλές από τις συνεδριάσεις του ∆.Σ. της Ένωσης µέσα στο 1938, επανέρχεται το θέµα της επιβάρυνσης των µεταλλευµάτων από τον φόρο υπέρ των φυµατικών ναυτικών.

Το πλέον όµως σηµαντικό θέµα που απασχολεί την Ένωση την ίδια χρονιά, είναι εκείνο των συλλογικών συµβάσεων εργασίας.

Κατά πρώτον, η Ένωση προβληµατίζεται για το κατά πόσο η νέα Εθνική Γενική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας, µε την οποία καθορίζονται τα κατώτατα ηµεροµίσθια των εργατοτεχνιτών, έχει εφαρµογή και στα µεταλλεία, λόγω των ιδιαζουσών συνθηκών εργασίας που επικρατούν σε αυτά. Επειδή οι απόψεις των µελών του ∆.Σ. διίστανται δεν λαµβάνεται απόφαση.

Σε µια από τις συνεδριάσεις του ∆.Σ. κατά το 1938, αναφέρονται ως κυριώτερες ειδικότητες των εργατοτεχνικών στα µεταλλεία οι «Πιστολαδόροι, Μιναδόροι Α & Β, Ξυλοδέται Α & Β, Σιδηροδροµίται, Επικεφαλής Ξυλουργοί, Σιδηρουργοί Α & Β».

Το ∆εκέµβριο 1939, µετά από µια συζήτηση που είχε πραγµατοποιηθεί στο Υπουργείο Εργασίας µεταξύ των εργαζοµένων στα µεταλλεία Λευκολίθου της περιοχής Βορείου Ελλάδος και των διευθυντών των ίδιων εταιρειών και στην οποία συµφωνήθηκαν κατώτατα ηµεροµίσθια των µιναδόρων (73 δρχ.), των πιστολαδόρων (78 δρχ.) και των µπαζαδόρων (65 δρχ.), το ∆.Σ. εξέτασε το ενδεχόµενο να υπογραφεί ετήσια συλλογική σύµβαση εργασίας µε τους πιο πάνω όρους.

Τις παραµονές του πολέµου, στην αρχή του 1940, ο Πρόεδρος της Ένωσης Κ. Νέγρης προτείνει και ο Γενικός Γραµµατέας Ηλ. Γούναρης συνηγορεί, ότι λόγω των πολλαπλών θεµάτων που απασχολούν τις επιχειρήσεις είναι απαραίτητη η πρόσληψη ενός ατόµου (∆ιευθυντή) κατά τα πρότυπα του Συνδέσµου Ελλήνων Βιοµηχάνων, το οποίο θα υποκαταστήσει το Προεδρείο στις επαφές µε τις αρµόδιες Υπηρεσίες των Υπουργείων. Έρχεται ο Πόλεµος όµως και η πρόταση αυτή δεν υλοποιείται.

Τελευταίο θέµα που απασχολεί την Ένωση πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού πολέµου, τον Σεπτέµβριο 1940 ήταν η πρόταση του Υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας για την σύσταση οργανισµού «εξαγωγικού εµπορίου µεταλλευµάτων» για την αναγκαιότητα του οποίου άλλα µέλη του ∆.Σ. συµφωνούν και άλλα όχι. ∆ιαφωνία έτσι κι αλλιώς όµως χωρίς ουσιαστικό αντίκρυσµα, αφού σε ένα µήνα η χώρα εισέρχεται σε µια µακροχρόνια περίοδο πολεµικών αναµετρήσεων και εµφυλίου σπαραγµού.

Κατά τη διάρκεια της κατοχής, πραγµατοποιούνται πέντε µόνο συνεδριάσεις του ∆ιοικητικού Συµβουλίου της Ένωσης, που έχουν περισσότερο τυπικό παρά 6 ουσιαστικό χαρακτήρα. Σε µια απ΄ αυτές το 1942, εξετάζεται το ενδεχόµενο σύστασης συνεταιρισµού και συσσιτίου των υπαλλήλων που διαµένουν στην Αθήνα των αργουσών µεταλλευτικών επιχειρήσεων, ενώ αποφασίζεται όπως τα λιγνιτωρυχεία συστήσουν δική τους Ένωση στα πλαίσια όµως της µεταλλευτικής.

Επίσης η προσπάθεια για επαναλειτουργία ορισµένων από τα αργούντα µεταλλεία δεν είχε θετική κατάληξη.

Το Μάρτιο 1945, πραγµατοποιείται η πρώτη µετά την απελευθέρωση συνεδρίαση του ∆.Σ. της Ένωσης, µέσα όµως σε µια ανώµαλη πολιτική κατάσταση λόγω του εµφυλίου. Στη συνεδρίαση µάλιστα αυτή ανακοινώνεται η εκτέλεση δύο µελών του ∆.Σ. των Στυλιανού Κορυζή και Σπυρίδωνος ∆ηµολίτσα.

Από τις πρώτες ενέργειες των µελών της Ένωσης µετά τον Πόλεµο ήταν η προσπάθεια επανέναρξης των εργασιών στα µεταλλεία, των οποίων σε µεγάλο βαθµό ο µηχανολογικός εξοπλισµός είχε αχρηστευθεί ή καταστραφεί.

Για την πραγµατοποίηση του στόχου αυτού εξετάζεται το ενδεχόµενο ενισχύσεως των µεταλλευτικών επιχειρήσεων από την UNRA, ενώ χαιρετίζεται η κατάρτιση από την τότε Κυβέρνηση ενός ειδικού Νόµου ενισχύσεως των µεταλλείων.

Μέσα στο 1945 εξετάζεται το ενδεχόµενο δηµιουργίας Τράπεζας Μεταλλευτικής Πίστεως, ενδεχόµενο όµως που αντιµετωπίζεται µε σκεπτικισµό από τα µέλη της Ένωσης, λόγω κυρίως πιθανών Κυβερνητικών παρεµβάσεων στη λειτουργία των επιχειρήσεων οι οποίες µπορεί να φθάσουν µέχρι και κρατικοποιήσεων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη συνεδρίαση στις 15 Ιουλίου 1945.

Το 1946 καταβάλλεται προσπάθεια κατάργησης της φορολογίας στα µεταλλεύµατα που επιβλήθηκε µε τον κατοχικό νόµο 541/1943 και επαναφοράς σε ισχύ του µεταλλευτικού κώδικα, στον οποίο προβλέπεται η µη επιβολή φόρου στα µεταλλευτικά προϊόντα παρά µόνο µε ειδικό νόµο.

Στη συνεδρίαση του ∆.Σ. στις 21 Σεπτεµβρίου 1946, καλείται να συµµετάσχει και παρευρίσκεται, ο τότε ανώτερος υπάλληλος της UNRA κ. Ιωάννης Ζίγδης (ο µετέπειτα επί πολλά χρόνια Υπουργός και αργότερα Πρόεδρος της Ε∆ΗΚ) προκειµένου να του εκτεθεί η επικρατούσα στα µεταλλεία κατάσταση αλλά και οι δυνατότητες αξιοποίησης του ορυκτού δυναµικού της χώρας.

Το 1947, µεταξύ άλλων απασχολούν την Ένωση το θέµα της αυξηµένης αµοιβής για τους εργαζόµενους σε νυκτερινές βάρδιες και της καθιερώσεως του 13ου µισθού. Για την προστασία των εξαγωγών µεταλλευµάτων η Ένωση συνεργάζεται µε τον «Πανελλήνιο Σύνδεσµο Εξαγωγέων».

Το Φεβρουάριο του 1948 συµφωνείται να υπογραφεί η πρώτη Εθνική Συλλογική Σύµβαση Εργασίας µε τους εργατοτεχνίτες των µεταλλείων, µε εφαρµογή σε όλες τις µεταλλευτικές επιχειρήσεις της χώρας, λαµβάνοντας υπόψη τις προπολεµικές τοπικές συλλογικές συµβάσεις του Λαυρίου και της Εύβοιας, µε ηµεροµίσθια (ενδεικτικά) : ξυλοδέτης 14.000 δρχ., ορύκτης 12.500 δρχ., πιστολαδόρος 14.000 δρχ. µπαζαδόορος 11.000 δρχ., γυναίκες άνω των 18 ετών 7.000 δρχ. κ.λ.π..

Το 1948 επίσης συγκεντρώνονται στοιχεία των µεταλλείων για την χρηµατοδότησή τους από το σχέδιο MARSHALL.

Συµµετέχουν εκπρόσωποι της Ένωσης στην υπό την Προεδρία του τότε Υπουργού Εθνικής Οικονοµίας κ. Γ. Βαρβούτη, σύσκεψης µε πρωτοβουλία του Πανελληνίου 7 Συνδέσµου Εξαγωγέων για την εξέταση των προβληµάτων που αντιµετωπίζουν οι εξαγωγικές επιχειρήσεις. Τον Αύγουστο 1946 η Ένωση ζητάει ακρόαση, προκειµένου να εκθέσει τις απόψεις της, από τον Αµερικανό Σύµβουλο στην ∆ιοίκηση Εξωτερικού Εµπορίου του Υπουργείου Εθνικής Οικονοµίας κ. CHAT(T)EV.

Ένα δηµοσίευµα της εφηµερίδας «Καθηµερινή» την 1-9-1949, ότι η αρµόδια Επιτροπή της Βουλής για την αναθεώρηση του Συντάγµατος, προτίθεται να προτείνει την τροποποίηση του άρθρου 17 περί ιδιοκτησίας, ώστε το κράτος να µπορεί να απαλλοτριώνει τα δικαιώµατα των µεταλλειοκτητών, κινητοποιεί την Ενωση και µετά από την έντονη παρέµβασή της προς κάθε κατεύθυνση η ρύθµιση αυτή ανακαλείται στη συνεδρίαση της Επιτροπής της 7-9-49.

Στη συνεδρίαση του ∆.Σ. στις 4-11-1949 αποφασίζεται η συµµετοχή εκπροσώπων της Ένωσης στο Α΄ Πανελλήνιο Συνέδριο Εξαγωγέων που διοργανώνει στις 6-11-49 ο Πανελλήνιος Σύνδεσµος Εξαγωγέων.

Τις ίδιες µέρες έρχεται στην Αθήνα η πρώτη µετά τον πόλεµο Ιαπωνική Εµπορική Αποστολή, προκειµένου να εξετάσει τη δυνατότητα σύσφιξης των εµπορικών σχέσεων των δύο χωρών. Η Ένωση εκτιµά ότι θα µπορέσουν να εξαχθούν στην Ιαπωνία από 50.000 τόνους Βωξίτη και Λευκολίθου συνολικής αξίας 1 εκατοµ. δολαρίων.

Τελευταία συνεδρίαση του ∆.Σ. της Ένωσης είναι η υπ’ αριθ.119 και πραγµατοποιείται στις 26 Απριλίου 1950, µε αποκλειστικό θέµα τα προβλήµατα που δηµιουργούν στην αγορά λευκολίθου οι µικροιδιοκτήτες µεταλλείων οι οποίοι διαθέτουν τα προϊόντα τους σε χαµηλές τιµές µε αποτέλεσµα να δηµιουργούνται δυσχέρειες στην εφαρµογή του συστήµατος ιδιωτικών ανταλλαγών που εφαρµόζεται στον λευκόλιθο.

Μεταξύ Απριλίου 1950 και Οκτωβρίου 1952, δεν εµφανίζεται συλλογική δραστηριότητα από τις µεταλλευτικές επιχειρήσεις.