ΙΙΙ. Περίοδος 1945- 1960
Μετά τον πόλεμο, την κατοχή και την εσωτερική αιματηρή αναταραχή, που κράτησε ως τον Αύγουστο του 1949, χαλαρώθηκε σοβαρά το ιδιωτικό ενδιαφέρον για την αξιοποίηση του ορυκτού πλούτου, αλλά και η σχετική δραστηριότητα των αρμοδίων κρατικών υπηρεσιών. Σωστή, όμως ανοικοδόμηση δεν μπορούσε να γίνει χωρίς εκβιομηχάνιση της χώρας.
Με το πρόβλημα αυτό στην αρχή ασχολήθηκαν περισσότερο οι οικονομολόγοι και λιγότερο οι τεχνικοί. Γρήγορα, όμως, συνδυάσθηκε η ανάπτυξη της βαριάς βιομηχανίας με την ανάπτυξη του ορυκτού πλούτου, οπότε πήραν θέση κι επιστήμονες πλησιέστεροι προς το αντικείμενο «υπέδαφος της χώρας».
Στην ανασυγκρότηση των μεταλλείων βοήθησαν οι παροχές της αμερικάνικής βοήθειας (A.M.A.G.), το σχέδιο Marshall και η UNRRA, που το αρμόδιο κλιμάκιο της για την ελληνική μεταλλεία πείσθηκε για την μεταλλοφορία του ελλαδικού χώρου. Συνέστησε μάλιστα, σαν επιτακτική ανάγκη, τη συστηματική οργανωμένη έρευνα και κυκλοφόρησε σε βιβλίο τη μελέτη «Ο ορυκτός πλούτος της Ελλάδος» (μ΄ ένα γεωτεκτονικό μεταλλευτικό χάρτη, σε κλίμακα 1: 1.250.000), το οποίο συνέγραψαν, σαν υποεπιτροπή, οι Ν. Λιάτσικας, Ι. Σολωμός, Σ. Κογεβίνας και Γ. Ανδρεάκος.
Το ενδιαφέρον των ιδιωτών για τη μεταλλεία εκδηλώθηκε έντονα και χορηγήθηκαν πάρα πολλές άδειες μεταλλευτικών ερευνών. Μέχρι τότε, έλλειπε η έρευνα, που ως γνωστόν αποτελεί το υπόβαθρο της μεταλλείας.
Η αισιοδοξία των ιδιωτών για τη μεταλλεία ήταν πολύ μεγάλη, και οι ελπίδες για την ανεύρεση ακόμη και πολύτιμων λίθων έκαναν πολλές καρδιές να φτερουγίζουν. Έτσι ξεχύθηκε κόσμος στα βουνά και μάζευε κρυστάλλους που έλαμπαν, κι έπλαθε όνειρα, όχι πάντοτε χωρίς λόγο.
Γενική πάντως ήταν η διαπίστωση, ότι έλλειπε η έρευνα. Το ραβδάκι, που κάποτε αποτελούσε όργανο έρευνας και που έπαιξε σημαντικό ρόλο, ακόμη και στην Ευρώπη, ξεπεράστηκε. Η γεωλογική μελέτη του ελλαδικού χώρου ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο βρισκόταν ακόμη στα σπάργανα. Είχαν γίνει, βέβαια, σχετικές μελέτες από ξένους περιηγητές γεωγράφους, γεωλόγους και άλλους, μα τα περισσότερα τετραγωνάκια του γεωλογικού χάρτη της Ελλάδος ήταν άδεια και περίμεναν να συμπληρωθούν.
Χαρακτηριστικό είναι, ότι όλες οι μελέτες, που έγιναν την εποχή εκείνη, τελειώνουν με την πρόταση «απαιτείται έρευνα», αλλά με οργάνωση, δουλειά και υπομονή, με όλα τα μέσα και προς όλες τις κατευθύνσεις. Ακόμη και σ΄ αυτά τα φυτά, γιατί στην Αμερική τα πειράματα είχαν δείξει, πως μερικά ψυχανθή μάζευαν σελήνιο, ένα χόρτο στις Νότιες Πολιτείες συγκέντρωνε τσίγκο και ορισμένα μανιτάρια αφομοίωναν το ζιρκόνιο και το χάφνιο (Hafnium), ενώ άλλα προτιμούσαν το γερμάνιο.
Η κρατική πολιτική στον τομέα της έρευνας ήταν ουσιαστικά ανύπαρκτη. Η πρωτοβουλία όμως, το θάρρος και η τόλμη, που έδειξαν τότε οι μεγάλες μεταλλευτικές επιχειρήσεις στην έρευνα και στον εκσυγχρονισμό των εγκαταστάσεών τους, ήταν πράγματι αξιέπαινη. Προπάντων οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις Μποδοσάκη, Σκαλιστήρη, Ηλιόπουλου, Μπάρλου και οι επιχειρήσεις λευκολίθου.
Μεταπολεμικά (1947), με την «Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου», συνεργάσθηκε η Mediterranean Mines Inc, η οποία , ενισχυμένη και με κονδύλια της ανασυγκροτήσεως, εγκατέστησε στο Λαύριο εκσυχρονισμένα μηχανήματα εμπλουτισμού πτωχών μεταλλευμάτων, με τη μέθοδο της διαφορικής επιπλεύσεως (flotation).
Την ίδια εποχή, την πλειοψηφία των μετοχών της «Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων» απέκτησε ο Μποδοσάκης Αθανασιάδης, που με τη δραστηριότητά του της έδωσε πνοή, τονώνοντας ιδιαίτερα τον μεταλλευτικό της κλάδο. Η επιχείρηση αυτή το 1952, μετά από πλειοδοτικό διαγωνισμό, απέκτησε τα μεταλλευτικά δικαιώματα των δημοσίων νικελιούχων μεταλλείων στη Λάρυμνα, όπου και δημιούργησε μεταλλουργική μονάδα, οργανώνοντας την αξιοποίηση των μεταλλευμάτων σε νέα βάση.
Η παραγωγή της «Γαλλικής Εταιρίας Μεταλλείων Λαυρίου» το 1947 είχε φθάσεις τους 5.000 τον. μεταλλικού μολύβδου, από τους οποίους οι 2.500 τον. ήταν καθαρός μόλυβδος ( 99,99%) και οι άλλοι 2.500 σκληρός μόλυβδος (95,5%). Παράλληλα, η παραγωγή μεταλλευμάτων βωξίτη, ενώ είχε παρουσιάσει κάμψη στην τριετία 1948-1950 (45.000 τον. τον χρόνο), ανέβηκε με αλματώδη ρυθμό, φθάνοντας το 1953 στους 328.241 τον, που πουλήθηκαν όλοι στο εξωτερικό.
Το ίδιο έγινε και με τους λευκόλιθους, αλλά σε μικρότερη κλίμακα. Το 1953 η παραγωγή των 106.938 τον. ήταν πολύ κατώτερη από την παραγωγή του 1938 (168.243 τον.). Ίσως, γιατί οι εξαγωγές ωμού λευκολίθου στην περίοδο 1948-50 ήταν ελάχιστες ( γύρω στους 2.000 τον. τον χρόνο). Αυτό ίσχυσε και για την παραγωγή της καυστικής μαγνησίας, που οι εξαγωγές της έφθασαν στους 303 τον. το 1948 και στους 79 τον. μόνο το 1949.
Το 1951 ιδρύθηκε από το Συγκρότημα Σκαλιστήρη η «Α.Ε. Μεταλλεία Βωξίτου Ελευσίνος». Το 1971 η εταιρία αυτή μετονομάζεται σε «Α.Ε. Μεταλλεία Βωξίτου Ελευσίνος – Μεταλλευτικαί, Βιομηχανικαί και Ναυτιλιακαί Εργασίαι», που ασχολείται με τα μεταλλεύματα βωξίτη και μαγγανίου.
Την ίδια εποχή ξένες μεταλλευτικές επιχειρήσεις έδειξαν ενδιαφέρον για την ανακάλυψη πετρελαίου στον ελλαδικό χώρο.
Το 1952 ιδρύθηκε το «Ινστιτούτο Γεωλογίας και Ερευνών Υπεδάφους» (Ι.Γ.Ε.Υ) και η «Γεωλογική Εταιρία». Η Γεωλογική Υπηρεσία, που είχε ιδρυθεί μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, σαν διεύθυνση του Υπουργείου Γεωργίας, είχε πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες και δυνατότητες. Το Ι.Γ.Ε.Υ. ήταν μια ανάγκη για τη χώρα και με την ίδρυσή του άρχισε τη μελέτη της γεωλογίας της και γενικά του ορυκτού δυναμικού της. Στο μεταξύ είχε ιδρυθεί το 1946 στο Πολυτεχνείο και το Τμήμα Μηχανικών Μεταλλειολόγων – Μεταλλουργών, που μπόρεσε να καλύψη αργότερα τις ανάγκες της χώρας σε μηχανικούς μεταλλείων.
Την ίδια χρονιά (1952), στο Στρατώνι Χαλκιδικής, άρχισε να λειτουργεί το πρώτο από τα τρία σημερινά εργοστάσια εμπλουτισμού μεταλλευμάτων. Έτσι το 1953 αξιοποιήθηκαν και τα φτωχά μικτά θειούχα μεταλλεύματα της ανατολικής Χαλκιδικής, από τα οποία παράγονται τα συμπυκνωμένα μεταλλεύματα σφαλερίτη και γαληνίτη, που εξάγονται στο εξωτερικό. Παράλληλα, άρχισε να λειτουργεί και το θερμικό εργοστάσιο ηλεκτροπαραγωγής του Αλιβερίου, με ισχύ 80.000 KW.
To 1953 το Ι.Γ.Ε.Υ. άρχισε μια σειρά νέων ερευνών για την ανακάλυψη ραδιενεργών ορυκτών.
Το 1954 εκδηλώνεται οικονομικό ενδιαφέρον για το αμιαντοφόρο κοίτασμα στο Ζινδάνι της Κοζάνης, που τα βέβαια αποθέματά του, εκτιμημένα μετά από επισταμένες έρευνες, ανέρχονται σε 20 εκατ. τον., με μία μέση περιεκτικότητα σε αμίαντο 4,5% (Κατά τη σύσκεψη της 15/11/78 στο Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενεργείας, αναφέρθηκαν αποθέματα αμιάντου της τάξεως των 100 εκατ. τον). Ενδιαφέρον εκδήλωσαν στην αρχή Έλληνες κι Αμερικανοί ιδιώτες και στη συνέχεια η αμερικανική μεταλλευτική εταιρία «Κennecot Copper Crp», που το 1955 ίδρυσε τη θυγατρική της εταιρία «Kembestos» η οποία, αφού έκαμε ως το 1964 πολλές έρευνες και 63 γεωτρήσεις, και επεξεργάστηκε σε Pilot Plan δείγματα και πυρήνες, παραχώρησε τα μεταλλευτικά της δικαιώματα στο Ελληνικό Δημόσιο, που κι αυτό τα μεταβίβασε στην Ε.Τ.Β.Α..
Το 1955, από τις εταιρίες Dresser Industries και Dresser A.G. Vaduz ιδρύθηκε η «Α.Ε. Μυκομπάρ Μεταλλευτική Εταιρία», με δραστηριότητα στη Μύκονο για βαριτίνη και στη Μήλο για μπεντονίτη.
Μετά τις καταστροφές, που έπαθαν κατά την πολεμική περίοδο τα μεταλλεία σιδηρομεταλλευμάτων, παρουσιάσθηκε κάμψη στην παραγωγή μεταλλευμάτων σιδήρου (μαγνητίτης, αιματίτης, λειμονίτης κ.α.). Από 350.000 τον., που ήταν προπολεμικά το 1952 μειώθηκε στους 158.000 τον., και το 1953 στους 88.000 τον. Το ίδιο έγινε και με άλλα μεταλλεύματα, με εξαίρεση τους λιγνίτες, που η παραγωγή τους αυξήθηκε στην περίοδο του πολέμου και της κατοχής (500.000 τον. τον χρόνο) και που η άνοδός τους συνεχίστηκε με κύρια χρήση την τροφοδότηση των θερμοηλεκτρικών εργοστασίων της Δ.Ε.Η..
Το 1957 το μεταλλείο λευκολίθου της Βάβδου Χαλκιδικής περιήλθε στην εταιρία «Magnomin» η οποία εγκατέστησε εκεί περιστροφικό κλίβανο, για την παραγωγή δίπυρης μαγνησίας σε βιομηχανική κλίμακα.
Μετά δύο χρόνια (1959) ιδρύεται η εταιρία «Ελληνικοί Λευκόλιθοι Ανώνυμος Μεταλλευτική Βιομηχανική, Ναυτιλιακή και Εμπορική Εταιρία», με αξιόλογη στη συνέχεια δραστηριότητα στην αξιοποίηση των μεταλλευμάτων λευκολίθου του δημοσίου μεταλλείου Γερακινής Χαλκιδικής, με δύο περιστροφικούς κλιβάνους και με σημαντικές προοπτικές ανάπτυξης. (Σημειώνεται εδώ, ότι ο λευκόλιθος, για να φθάση να αξιοποιηθεί σε δίπυρη μαγνησία, πέρασε από διαδικασίες, που κράτησαν μισό περίπου αιώνα. Πολλοί ασχολήθηκαν με τον λευκόλιθο, όμως τη σημαντική πυρίμαχη ιδιότητά του δεν την είχαν προσέξει. Εξάλλου, ως το 1950 επικρατούσε η άποψη ότι ειδικά ο ελληνικός λευκόλιθος δεν καμινεύεται σε δίπυρη μαγνησία, άποψη που ξεπεράσθηκε το 1958, ύστερα από πολλές προσπάθειες. Έτσι, στη συνέχεια αξιοποιήθηκαν και τα πιο πτωχά μεταλλεύματα λευκολίθου με μηχανοποιημένη διαλογή, που την ακολουθούσε εκκαμίνευση).
Τα λατομικά προϊόντα, στη μεταπολεμική περίοδο ως το 1953, παρουσίασαν αύξηση την παραγωγή, εκτός από τη θηραϊκή γη, που το 1953, είχε πέσει κοντά στο ? της παραγωγής του 1938 (1938 : 149.729 τον. , 1953 : 40.000 τον.). Μεγάλη άνοδο παρουσίασαν τα μάρμαρα, ο καολίνης και ο γύψος.
Στα φυσικά μεταλλεύματα η παραγωγή στην πενταετία 1956-1960 σχεδόν διπλασιάσθηκε (1956: 2.114.759 τον., 1960: 4.140.257 τον), σημειώνοντας μεγαλύτερη αύξηση στον λευκόλιθο, στη βαριτίνη, στο μαγγάνιο και στον λιγνίτη. Αντίθετα, στα εμπλουτισμένα μεταλλεύματα και στα προϊόντα κατεργασίας η παραγωγή έμεινε σχεδόν σταθερή, με κάποια ανοδική πορεία στη διετία 1957 και 1958.
Από τα προϊόντα καμινείας ανοδική πορεία σημείωσαν η καυστική και η δίπυρη μαγνησία. Η δεύτερη άρχισε να παράγεται στην Ελλάδα σε βιομηχανική κλίμακα από το 1958.
Στην περίοδο 1956-1960, ιδιαίτερη άνοδο παρουσίασε η θηραϊκή γη, ενώ στα μάρμαρα επταπλασιάσθηκε η παραγωγή (1956: 3.000 κυβ. μ., 1960 : 20.000 κυβ. μ.). Επίσης, αύξηση σημείωσαν και ο μπεντονίτης και ο περλίτης, που η παραγωγή του ξανάρχισε το 1958 (Παραγωγή περλίτη γινόταν και προπολεμικά, αλλά με την ονομασία «ζαχαρόπετρα»).
Το 1960 οι πωλήσεις στο εξωτερικό απέφεραν 572 περίπου εκατ. δρχ. με ιδιαίτερη έμφαση στις εξαγωγές βωξίτη, βαριτίνης και σιδηρομεταλλευμάτων. Δυστυχώς, όμως, σε λίγο η επιχείρηση των σιδηρομεταλλευμάτων στη Θάσο «Α. Χονδροδήμος», καταποντίσθηκε, γιατί στην Αφρική και αλλού βρέθηκαν σιδηρομεταλλεύματα με διπλάσια σχεδόν περιεκτικότητα σε σίδηρο. Αυτή εξάλλου είναι η μοίρα των μεταλλείων, όταν σε κάποια άλλη γωνιά της γης βρεθούν κοιτάσματα πλουσιότερα.
Στη χρονιά του 1960 διακρίνονται για τη δραστηριότητά τους :
Δύο επιχειρήσεις, που εκμεταλλεύονται βαριτίνη στη Μήλο και στη Μύκονο.
Πέντε , που εκμεταλλεύονται βωξίτες στον Παρνασσό, στο Δίστομο, στον Ελικώνα, στη Μάνδρα Ελευσίνας και στη Γραβιά (Ο Γεώργιος Λ. Μπάρλος αποχώρησε τότε από την «Α.Μ.Ε. Μπάρλου Βωξίται Ελλάς» και ίδρυσε αρχικά (1960) ατομική επιχείρηση, που το 1964 μετέτρεψε σε «Α.Ε. Ελληνικοί Βωξίται Ελικώνος Γεώργιος Λ. Μπάρλος»).
Δύο, που εκμεταλλεύονται θηραϊκή γη.
Τρεις, που εκμεταλλεύονται καολίνη, μπεντονίτη και περλίτη στη Μήλο.
Μια, που εκμεταλλεύεται μαγγάνιο στη Δράμα.
Τρεις που εκμεταλλεύονται μεταλλεύματα μολύβδου στο Λαύριο και στη Χαλκιδική.
Ένδεκα, που εκμεταλλεύονται λευκόλιθο στην Εύβοια και στη Χαλκιδική.
Μια, που εκμεταλλεύεται νικελιούχα μεταλλεύματα.
Μία, που εκμεταλλεύεται σιδηρομεταλλεύματα στη Θάσο.
Γύρω, στις 27 επιχειρήσεις, που παράγουν λιγνίτες.
Και μερικές άλλες μικρότερες επιχειρήσεις, που παράγουν διάφορα μεταλλεύματα.