ΙΙ. Περίοδος 1926- 1944
Την περίοδο αυτή τη χαρακτηρίζουν έντονες πάλι εσωτερικές πολιτικές αναστατώσεις, η παγκόσμια διεθνής κρίση 1929-1930, αλλά και συνθήκες με σταθερή Κυβέρνηση (1928-1932). Έγιναν τότε διάφορα αναπτυξιακά έργα υποδομής, που όμως ανέκοψαν και κατέστρεψαν σε μεγάλο βαθμό ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και η τριπλή κατοχή.
Από τα στοιχεία που υπάρχουν για το 1932, διαπιστώνει κανείς, ότι 13 μεταλλευτικές επιχειρήσεις εκμεταλλεύονταν σιδηρούχα μεταλλεύματα στο Λαύριο, στη Σέριφο, στον Αγ. Ελισσαίο, στη Λάρυμνα, στη Στρατονίκη και αλλού, με μια συνολική παραγωγή 46.000 τον. Τρεις επιχειρήσεις εξόρυσσαν μαγγανιούχα μεταλλεύματα στο Λαύριο και στη Σπηλιαζέζα κι άλλες δύο εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεύματα μολύβδου στο Λαύριο.
Στη Λάρυμνα παράγονταν νικελιούχα μεταλλεύματα και στη Στρατονίκη και την Ερμιόνη κυριαρχούσε η παραγωγή σιδηροπυρίτη. Μικρή εξόρυξη μεταλλευμάτων χρωμίου γινόταν στον Δομοκό, ενώ στη Γερακινή και στη Βάβδο Χαλκιδικής, όπως και στη Λίμνη και στο Αφράτι της Εύβοιας, εξορυσσόταν λευκόλιθος, που η αγορά του βρισκόταν τότε σε ύφεση.
Στη Δεσφίνα της Άμφισσας και στο Δίστομο οι βωξίτες, που ήταν γνωστοί από παλιά σαν φτωχό σιδηρομετάλλευμα, παράγονταν σε μικρές ποσότητες.
Έντονη δραστηριότητα το 1932 έδειξαν τα λιγνιτωρυχεία στο Αλιβέρι, στο Μήλεσι, στον Ωρωπό, στην Κορώνη, στην Κύμη, στο Παγγαίο και στις Σέρρες. Η παραγωγή τους τη χρονιά αυτή έφθασε στους 137.583 τον.
Ο λιγνίτης χρησιμοποιούνταν τότε περισσότερο για καύσιμη ύλη τις θερμάστρες, στα αρτοποιεία και στα κεραμοποιεία και λιγότερο στα τότε θερμικά εργοστάσια παραγωγής ηλεκτρισμού. Το 1932 η ισχύς εγκαταστάσεως και παραγωγής ηλεκτρικής ενέργείας ήταν 82.290 KW, που διαιρούνταν σε υδροηλεκτρικά εργοστάσια 6.600 KW (παραγωγής 10,5 εκατ. KWΗ) και σε θερμικά εργοστάσια 75.690 KW (παραγωγής 132,5 εκατ. KWΗ). Τα περισσότερα από τα θερμικά εργοστάσια κινούνταν με πετρέλαιο ή με άνθρακες από το εξωτερικό. Με την απομάκρυνση, όμως, της δραχμής (1932) από τη χρυσή βάση, που επέφερε και την αύξηση της τιμής των αγγλικών ανθράκων, το θέμα του ελληνικού λιγνίτη τέθηκε επί τάπητος, με πολύ αισιοδοξία στην αρχή. Όμως παραμελήθηκε, λόγω αντιγνωμιών για την ποιότητά του, ίσως και λόγω ξένων συμφερόντων. Η Ελλάδα πλήρωνε τότε 1.500.000 δρχ. για τον αγγλικό άνθρακα.
Οι εξαγωγές το 1932 έδωσαν στη χώρα συνάλλαγμα 175 εκατ. δρχ. Όμως παράλληλα εισήχθηκαν από το εξωτερικό άλλα ορυκτά, αξίας 800 εκατ. δρχ. καθώς και μέταλλα αξίας 1,2 δισ. δρχ..
Τον ίδιο χρόνο από τον Ευριπίδη Μαυρομάτη και τον Ηλία Ηλιόπουλο, ιδρύθηκαν η «Α.Ε.Μ. Βωξίται Παρνασσού» και η «Α.Ε. Εκμεταλλεύσεως Αργυρομεταλλευμάτων και Βαρυτίνης», που άρχισε την εκμετάλλευση βαριτίνης (Οι λέξεις βαρίτης (ο) και βαριτίνη συνηθίζεται να γράφονται και με υ, βαρύτης και βαρυτίνη) στη Μήλο το 1934.
Το έργο τους συνέχισε και προώθησε ο Γεώργιος Ηλιόπουλος, έχοντας στενό συνεργάτη και τον Αθανάσιο Ηλιόπουλο. Επίσης την ίδια χρονιά το «Τεχνικό Γραφείο Δημητρίου Σκαλιστήρη» που το διεύθυνε σαν ατομική του επιχείρηση ο Δημήτριος Σκαλιστήρης, άρχισε να ασχολείται με μεταλλευτικές έρευνες στην περιοχή της Ελευσίνας, όπου ανακάλυψε τα εκεί βωξιτικά κοιτάσματα. Από τότε γεννήθηκε το συγκρότημα Σκαλιστήρη με τις διάφορες μετέπειτα επιχειρήσεις του.
Το 1936, η παραγωγή των φυσικών μεταλλευμάτων αυξήθηκε σε 50.195 τον., τα νικελιούχα μεταλλεύματα, σε 208.050 τον., οι σιδηροπυρίτες, και σε 116.106 τον., οι λευκόλιθοι. Ιδιαίτερη όμως εξόρμηση κάνουν οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις παραγωγής βωξίτη, που τώρα είναι αρκετές : «Α.Ε. Μεταλλείων Βωξίτου Παρνασσού», «Αδελφοί Λ. Μπάρλου» (από το 1928), «Α.Ε. Μπάρλου Βωξίται Ελλάς», «Α.Ε. Μεταλλείων και Σιδηροδρόμων ΟΤΑΒΙ», «Α.Ε.Μ. Βωξίται Δελφών» και το «Τεχνικό Γραφείο Δημητρίου Σκαλιστήρη».
H συστηματική παραγωγή βωξίτη άρχισε το 1935, βασικά από την «Α.Ε. Μεταλλείων Βωξίται Παρνασσού», που η παραγωγή της το 1936 έφθασε στους 129.898 τον, εγκαινιάζοντας έναν από τους πιο σημαντικούς κλάδους της σύγχρονης ελληνικής μεταλλείας.
Το 1940, πριν την έναρξη του πολέμου με την Ιταλία, η εταιρία «Χρυσωρυχεία Βορείου Ελλάδος Α.Ε.», με πρωταγωνιστή τον Ηλία Ηλιόπουλο, σημειώνει ιδιαίτερη πρόοδο στην παραγωγή προσχωματικού χρυσού από τον Γαλλικό ποταμό. Η κατοχή σταμάτησε κάθε ουσιαστική μεταλλευτική δραστηριότητα.