Ι. Περίοδος 1901-1925

Στα πρώτα 25 χρόνια του 20ου αιώνα οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις ασχολήθηκαν περισσότερο με την εξόρυξη και τη διάθεση φυσικών μεταλλευμάτων, παρά με την εκκαμίνευση και τον εμπλουτισμό τους. Έτσι, οι πρώτες ύλες, ακατέργαστες όπως έβγαιναν, έφευγαν στο εξωτερικό, όπου μετατρέπονταν σε προϊόντα από τα οποία αγόραζε η Ελλάδα, σε ακριβές μάλιστα τιμές.

Την περίοδο αυτή η ελληνική οικονομία δεν μπορούσε να ανταποκριθεί στην αξιοποίηση των ελληνικών πρώτων υλών κι έπρεπε να προσελκυσθεί το ξένο κεφάλαιο. Για τον σκοπό αυτόν γράφτηκαν από ειδικούς, ειδικές εκθέσεις και πραγματείες, που στάλθηκαν στο εξωτερικό, για να δείξουν στους Ευρωπαίους κεφαλαιούχους τον μεταλλευτικό πλούτο της χώρας (Α. Κορδέλλας 1902).

Άλλες εκθέσεις (Κ. Μητσόπουλος 1905) παρουσίαζαν το μεταλλευτικό μέλλον της χώρας, τονίζοντας ταυτόχρονα και την αδιαφορία των Ελλήνων για τη γεωλογία και την ορυκτολογία, που τις έβλεπαν σαν τέχνες μάλλον παρά σαν επιστήμες.

Έγιναν πολλές προσπάθειες και τονίσθηκε η σημασία, που θα είχε η εγκατάσταση στη χώρα σιδηρομεταλλουργίας και η πλινθοποίηση του ελληνικού λιγνίτη. Επίσης, για βιομηχανικό πρότυπο, που θα μπορούσε να ιδρυθή τότε στην Ελλάδα, προβαλλόταν η εγκατάσταση υαλουργικής βιομηχανίας, για την αξιοποίηση της τόσο πλούσιας σε καθαρούς χημικά κρυστάλλους και οξυπυρίτιο άμμου των ελληνικών ποταμών και θαλασσών. Τονίσθηκε μάλιστα, ότι θα μπορούσε να παραχθούν και κάτοπτρα, αν χρησιμοποιηθή για τη λείανση η ελληνική σμύριδα. Όλες αυτές οι σκέψεις φαίνονταν τότε απλές, ίσως και αφελείς, μα περιείχαν βασικές αλήθειες, που τις κάλυπταν με το σκοτάδι της αμάθειας διάφορες προκαταλήψεις.

Λεγόταν τότε και υποστηριζόταν σοβαρά, ότι η Ελλάδα ήταν ένας μικρός και φτωχός τόπος, μια χώρα αδικημένη από την φύση, μια « ψωροκώσταινα», όπως την αποκαλούσαν. Ο υπεδαφικός πλούτος της συνδεόταν με τη φτώχια της χώρας και στον ελληνικό λαό είχε καλλιεργηθή η ιδέα, ότι τόπος πλούσιος ειν΄ εκείνος που βγάζει σιτάρι, άσχετα αν η ιστορία διδάσκει, πως οι κατακτητικοί πόλεμοι συνήθως γίνονται για την κατάκτηση περιοχών με πλούσιο υπέδαφος και όχι με παραγωγικό έδαφος.

Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α΄ Παγκόσμιο, το 1918, η παραγωγή μεταλλευμάτων άρχισε να δείχνει άνοδο και είχε φθάσει τους 420.744 τον σε μεταλλεύματα σιδήρου, σιδηρομαγγανίου, μολύβδου, ψευδάργυρου, σιδηροπυρίτη, χαλκού, λευκολίθου, σμύριδας και λιγνίτη. Στον ίδιο χρόνο είχαν παραχθή και 15.194 τον προϊόντα από εκκαμίνευση. Τα 75% περίπου όλης αυτής της παραγωγής πουλήθηκαν στο εξωτερικό , με συνάλλαγμα αξίας 26.044.822 δρχ. της εποχής εκείνης. Στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις εργάζονταν τότε 9.202 εργάτες, από τους οποίους οι 4.424 δούλευαν σε υπόγειες εκμεταλλεύσεις και 4.778 σε επιφανειακές. Το μέσο μεροκάματο ήταν 6,12 δρχ..

Η γαλλική εταιρία « Σέριφος – Σπηλιαζέζα» εκμεταλλευόταν τα σιδηρούχα μεταλλεύματα της Σέριφου και ο δαιμόνιος Σερπιέρι τα σιδηρούχα μεταλλεύματα της Σίφνου.

Στο Λαύριο, η «Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου» εξόρυσσε μεταλλεύματα σιδηρομαγγανίου, ψευδάργυρου και αργυρούχου μόλυβδου. Από τη σύστασή της (1873) ως το 1918 η εταιρία αυτή εξήγαγε 311.989 τον. αργυρούχου μόλυβδου, σε χελώνες. Αντίστοιχα, η « Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου» εξήγαγε 280.663 τον. Στη Λάρυμνα, η μεταλλευτική εταιρία «Λοκρίς» , που από το 1910 είχε ανακαλύψει τα νικελιούχα μεταλλεύματα της περιοχής, εξόρυξε ως το 1918 85.997 τον μεταλλεύματα τα οποία με την τότε μέση τιμή των 39,08 δρχ. τον τόνο (FOB Λάρυμνα), απέφεραν έσοδα 3.360.000 δρχ..

Λίγο πριν από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (1913) λειτούργησε στο Μαντούδι της Εύβοιας ο πρώτος στην Ελλάδα περιστροφικός κλίβανος, χρησιμοποιώντας για καύσιμη ύλη το κάρβουνο, από την « Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι», για την παραγωγή δίπυρης μαγνησίας.

Το 1918 οι κυριότερες από τις μεταλλευτικές επιχειρήσεις ήταν:

  • Η « Ελληνική Εταιρία Μεταλλουργείων Λαυρίου».

  • Η « Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου».

  • Η εταιρία «Λοκρίς» στη Λάρυμνα.

  • Η «Εταιρία Μεταλλείων Αταλάντης», στην Αταλάντη για σιδηρομεταλλεύματα.

  • Η « Γαλλική Εταιρία Σέριφου – Σπηλιαζέζας», στη Σέριφο.

  • Η « Β. Ι. Σερπιέρι» στη Σίφνο, για σιδηρομεταλλεύματα.

  • Η « Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι» με δραστηριότητα στη Μήλο για θειάφι, στο Μαντούδι της Εύβοιας για λευκόλιθο και στην Κύμη για λιγνίτες.

  • Η « Εταιρία Μεταλλείων Ερμιόνης» στην Ερμιόνη για σιδηροπυρίτες.

  • Τα «Μεταλλεία Κασσάνδρας» στον Ίσβορο (Στρατονίκη) για σιδηροπυρίτες (Γαλλο-Οθωμανική).

  • Η « Αγγλοελληνική Εταιρία Λευκολίθου», στην Εύβοια (Χαλκίδα, Λίμνη και στο Πήλι).

  • Η « Εταιρία Αλλατίνι» στη Γερακίνη Χαλκιδικής για λευκόλιθο.

  • Η « Λ. Δεπιάν και Ν. Ραφαήλ», στον Ωρωπό για λιγνίτες.

  • Η «Εταιρία Εκμεταλλεύσεως Ελληνικών Ανθρακωρυχείων», στον Ωρωπό.

  • Η «Α.Ε. Ανθρακωρυχείων Αλιβερίου», στο Αλιβέρι.

  • Η « Μεταλλευτική Ένωσις Δομοκός», στο Δομοκό για μεταλλεύματα χρωμίου.

Η « Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων» που αν και ιδρύθηκε το 1909 από τον χημικό Ν. Κανελλόπουλο, μόλις το 1920 απόκτησε τα πρώτα μεταλλευτικά της δικαιώματα στην ανατολική Χαλκιδική προερχόμενα από σουλτανικά φιρμάνια, που είχε «Γαλλο- Οθωμανική Εταιρία Μεταλλείων Κασσάνδρας», από το 1893.
Γύρω στα 1913 είχε ιδρυθή η «Α.Ε. Επιχειρήσεων εν Ελλάδι», που για κύριο στόχο της είχε την καθετοποίηση της μεταλλευτικής παραγωγής. (Η Εταιρεία αυτή το 1947 περιήλθε στο συγκρότημα Σκαλιστήρη. Το 1971 έλαβε την επωνυμία «Α.Ε. Επιχειρήσεων μεταλλευτικών Βιομηχανικών και Ναυτιλιακών» (FIMISCO) αναπτύσσοντας μεγάλη δραστηριότητα, παράγοντας δίπυρη και καυστική μαγνησία, χρωμίτη, πυρίμαχα, τούβλα και πυρίμαχες μάζες).

Το 1916 στη μεταλλευτική κονίστρα παρουσιάσθηκε ο Δ. Παπαστρατής, με την ίδρυση της εταιρίας «Δ. Π. Παπαστρατής και Σία», που μετατράπηκε το 1965 στην «Α.Ε. Μεταλλευτική Εμπορική και Βιομηχανική».

Μετά τρία χρόνια (1919) εμφανίσθηκε ένας άλλος πρωταγωνιστής της ελληνικής μεταλλείας, ο Ιωάννης Λαμπρινίδης, που στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο διεύθυνε με επιτυχία το μεταλλείο λευκολίθου της Γερακινής ( Χαλκιδική), έπειτα (1919-1922) τα λιγνιτωρυχεία Αλιβερίου και στη συνέχεια τα μεταλλεία Βάβδου (Χαλκιδική). Στην Εύβοια ασχολήθηκε, επίσης, με τους εκεί λευκολίθους.

Μετά τη Μικρασιατική καταστροφή (1922) οι κακουχίες κατά την επιστροφή του στρατού μας, το προσφυγικό πρόβλημα, που δέσποζε στην κυβερνητική πολιτική, και η έλλειψη έμπειρων εργατικών χεριών δεν επέτρεψαν στην ελληνική μεταλλεία να αυξήση την παραγωγή της. Από το 1923 αυτή σταθεροποιήθηκε στα επίπεδα του 1918 και πιο συγκεκριμένα έφτασε στους 432.000 τον., με αυξημένη παραγωγική δραστηριότητα στα μεταλλεύματα λιγνίτη (118.927 τον.), λευκολίθου (62.552 τον.) , σιδηροπυρίτου (52.290 τον.), σιδηρομεταλλευμάτων (100.115 τον.) και μολυβδούχων μεταλλευμάτων (53.566 τον.). Παράλληλα τριπλασιάστηκε η παραγωγή των μεταλλευτικών προϊόντων από εκκαμίνευση (45.392 τον.), που βασικά απαρτίζονταν από μεταλλικό μόλυβδο (4.235 τον.), φρυγμένο ψευδάργυρο (8.320 τον.) και φρυγμένη μαγνησία (20.136 τον.). Η αξία της μεταλλευτικής αυτής παραγωγής είχε φθάσει στις 176.034.413 δρχ..

Στο ίδιο χρονικό διάστημα η παραγωγή στα μάρμαρα ήταν 2.093 κυβ. μ. στο γύψο 1.429 τον., στις μυλόπετρες 2.400 τεμάχια και στη θηραϊκή γη 57.714 τον.

Το 1924 ιδρύθηκε ο «Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων» (Σ.Μ.Ε.). Παρατίθεται το πρακτικό της ιδρυτικής συνεδρίασης. Μετά ένα χρόνο (1925) στον μεταλλευτικό χώρο εμφανίσθηκε η πρώτη εταιρία για βωξίτες «Αδελφοί Λ. Μπάρλου», με μια μικρή παραγωγή για τον χρόνο εκείνο (3.700 τον.). Αξίζει να αναφερθή εδώ, ότι τους βωξίτες της περιοχής Διστόμου- Αντικύρων- Ελικώνος είχαν επισημάνει από το 1917 οι Ιωάννης και Γεώργιος Μπάρλος, οι οποίοι έστειλαν και δείγματα στη Γερμανία (Πανεπιστήμιο του Μπρεσλάου), που από την ανάλυσή τους αποδείχθηκε, ότι τα ως τότε θεωρούμενα φτωχά μεταλλεύματα σιδήρου των περιοχών ήταν μεταλλεύματα βωξίτη, με τη σημαντική, όπως αποδείχθηκε αργότερα αξία τους.

Την ίδια περίοδο η «Γαλλική Εταιρία Μεταλλείων Λαυρίου», άρχισε και την κατεργασία των μικτών θειούχων μεταλλευμάτων, με τη μέθοδο της διαφορικής επιπλεύσεως, και παρήγαγε συμπυκνώματα γαληνίτη και σφαλερίτη.

Με την έκρηξη του ηφαιστείου της Σαντορίνης (1925) το ενδιαφέρον της Γεωλογικής Υπηρεσίας και του Πανεπιστημίου εντοπίσθηκε περισσότερο στις ηφαιστειακές μελέτες, παραμερίζοντας τη γενικότερη επιστημονική έρευνα του ορυκτού πλούτου της χώρας.