IV. Η Περίοδος 1961 – 1979
Η περίοδος από το 1961 έως το 1979 είναι η σημαντικότερη στη νεώτερη μεταλλευτική ιστορία της Ελλάδος. Η ελληνική μεταλλεία στην περίοδο αυτή πήρε τις πιο σημαντικές διαστάσεις και καταδείχθηκε, ότι το υπέδαφος του ελλαδικού χώρου έχει πάνω από 50 είδη ορυκτών υλών, που 20 απ΄ αυτά – ανάμεσα τους και πολλά στρατηγικής σημασίας – είναι οικονομικά εκμεταλλεύσιμα.
Οι έρευνες πια άρχισαν να γίνονται οργανωμένα και με τα πιο σύγχρονα μέσα, με συνέπεια να αυξάνονται τ΄ αποθέματα και να βρίσκονται καινούργιες μεταλλοφόρες περιοχές. Το 1962 μάλιστα έγιναν γνωστές και 40 περιοχές (οι 32 στη Μακεδονία και στη Θράκη) με ραδιενεργά μεταλλεύματα (καταλληλότερη για δοκιμαστικές έρευνες κρίθηκε η περιοχή Βάθης στο Κιλκίς).
Η παραγωγή μεταλλευμάτων και ορυκτών αυξάνει με γοργό ρυθμό και τα προϊόντα της εξάγονται μεταποιημένα στις αγορές του εξωτερικού. Έτσι, στη χώρα μπαίνει περισσότερο συνάλλαγμα, που κάνει τη μεταλλεία και τις συναφείς δραστηριότητες πρώτο εξαγωγικό τομέα της χώρας, μια και από το 1969 ξεπέρασε κι αυτόν τον καπνό.
Παράλληλα, οι επενδύσεις κεφαλαίων για τον εκσυγχρονισμό των μεταλλευτικών εγκαταστάσεων αυξάνονται γοργά κι αυτές ενώ αρχίζουν να παίρνονται αποφασιστικά μέτρα για την προστασία του περιβάλλοντος.
Η επιστημονική και η τεχνική κατάρτιση του προσωπικού, που απασχολείται στις μεταλλευτικές και τις μεταλλουργικές επιχειρήσεις, βρίσκεται σε υψηλά επίπεδα και δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτε τους ξένους.
Στην περίοδο αυτή συγκροτούνται καινούργιες μεταλλευτικές επιχειρήσεις. Συγκεκριμένα:
- Το 1961 ιδρύεται η εταιρία «Αλουμίνιον της Ελλάδος Α.Ε.Β.Ε.», η οποία παράγει από τα μεταλλεύματα του βωξίτη αλουμίνα και αλουμίνιο, που η ζήτηση τους στην παγκόσμια αγορά αυξάνει γρήγορα.
- Το 1963 η «Α.Ε.Ε.Χ.Π. και Λιπασμάτων» ιδρύει ανεξάρτητο φορέα για την εκμετάλλευση και τη μεταλλουργική επεξεργασία των νικελιούχων μεταλλευμάτων στη Λάρυμνα και στην Εύβοια. Είναι η «Α.Ε. ΛΑΡΚΟ», που με αλματώδη ρυθμό ανέπτυξε μεταλλευτική και μεταλλουργική δραστηριότητα κι αξιοποίησε τους πτωχούς σε περιεκτικότητα νικελίου λατερίτες, με ελληνική τεχνολογία, παράγοντας απ΄ αυτούς σιδηρονικέλιο.
- Το 1967 ιδρύεται η «Α.Β.Μ.Ε. Ελληνικοί Βωξίται Διστόμου» και η «Μακεδονικοί Λευκόλιθοι Ανώνυμος Μεταλλευτική, Βιομηχανική και Ναυτιλιακή Εταιρία».
- Το 1971 ιδρύεται η «Ανώνυμος Μεταλλευτική, Βιομηχανική και Εμπορική Εταιρία Μαγνησίτου Α.Ε.».
Παράλληλα δημιουργούνται οι πιστωτικοί οργανισμοί ΕΤΒΑ («Ελληνική Τράπεζα Βιομηχανικής Αναπτύξεως» η οποία διεδέχθη τον «Οργανισμό Βιομηχανικής Αναπτύξεως (Ο.Β.Α.)) και ΕΤΕΒΑ (Ελληνική Τράπεζα Επενδύσεων Βιομηχανικής Αναπτύξεως), που για κύριο σκοπό τους έχουν την ανάπτυξη της ελληνικής βιομηχανίας γενικά.
- Το 1973 και το 1976 αναπροσαρμόζεται η μεταλλευτική νομοθεσία και το 1977 η λατομική. Μετά και από την έντονη παρέμβαση του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων τα νομοθετήματα ΝΔ 1078/71, 1312/72, Ν 542/77 και 849/78 καθώς και οι μετέπειτα ισχύοντες αναπτυξιακοί νόμοι 1116/81, 1262/82 παρέχουν ειδικά κίνητρα στις μεταλλευτικές επιχειρήσεις. Σημαντικοί νόμοι που επηρεάζουν τον κλάδο είναι και ο Ν. 669/77 και 998/79 περί προστασίας δασών.
Παραστατική εικόνα της ανοδικής πορείας, που ακολούθησε η ελληνική μεταλλεία κατά την ιστορούμενη περίοδο, δίνουν τα παρακάτω κατά τομείς στοιχεία, που αποτελούν επιτυχίες της, στην περίοδο 1964-1976 (1978).
Έρευνες και αποθέματα :
Εκτός από τις έρευνες (γεωλογικές, γεωφυσικές, γεωχημικές κι εργαστηριακές, με παράλληλη ανάπτυξη της εφαρμοσμένης γεωλογίας και κοιτασματολογίας) η αποκαλυπτική έρευνα με γεωτρήσεις βρίσκεται σε υψηλό σημείο. Στην ίδια περίοδο το συνολικό βάθος των γεωτρήσεων που εκτελέστηκαν για τον εντοπισμό συγκεντρώσεων μεταλλευμάτων, ανέρχεται σε πάνω από 3.300.000 μέτρα, χωρίς να υπολογισθούν οι γεωτρήσεις, που έγιναν για την ανακάλυψη πετρελαίου.
Με τη γεωτρητική αυτή έρευνα αυξήθηκαν τα διαπιστωμένα αποθέματα μεταλλευμάτων και ορυκτών σε σημαντικό βαθμό. Ειδικότερα, κατά το διάστημα 1966-1976 τα βέβαια αποθέματα βωξίτη αυξήθηκαν κατά 100 εκατ. τον., τα νικελιούχα μεταλλεύματα κατά 280 εκατ. τον. τα μικτά θειούχα κατά 10 εκατ. τον., τα αποθέματα λευκολίθου κατά 25 εκατ. τον. και τα αποθέματα περλίτη κατά 200 εκατ. τον.
Για τις έρευνες αυτές μόνο οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις το ίδιο χρονικό διάστημα δαπάνησαν γύρω στα 2 δισεκ. δρχ.
Επίσης οι μεταλλευτικές επιχειρήσεις, για ερευνητικούς και παραγωγικούς σκοπούς, άνοιξαν καινούργιες υπόγειες στοές ή προχώρησαν παλαιές συνολικού μήκους 126 χιλιομέτρων.
Στα παραπάνω αποθέματα δεν συμπεριλαμβάνονται οι λιγνίτες, που τα βεβαιωμένο δυναμικό τους το 1977 έφθασε στους 3,5 δισεκ. τον. (το 1964 τα αποθέματα λιγνίτη υπολογίζονταν σε 1 δισεκ. τον. ) περίπου, μ΄ ένα ποσοστό 65% για απόληψη ( 2,2 δισεκ. τον.).
Έρευνες άρχισαν επίσης το 1972 και στα ραδιενεργά ορυκτά της Μακεδονίας και Θράκης από την Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας (Ε.Ε.Α.Ε.).
Βασικά, φορείς της μεταλλευτικής έρευνας αυτό το χρονικό διάστημα ήταν, το Υπουργείο Βιομηχανίας και Ενεργείας, το «Ίδρυμα Γεωλογικών και Μεταλλευτικών Ερευνών» (Ι.Γ.Μ.Ε.), η «Δημοσία Επιχείρηση Ηλεκτρισμού» (Δ.Ε.Η.), η»Δημοσία Επιχείρησις Πετρελαίων» (Δ.Ε.Π.), η «Ελληνική Επιτροπή Ατομικής Ενεργείας» (Ε.Ε.Α.Ε.), η «Γενική Εταιρία Μεταλλευτικών Ερευνών και Εκμεταλλεύσεων» (Γ.Ε.Μ.Ε.Ε.), θυγατρικές εταιρίες της «Ελληνικής Τραπέζης Βιομηχανικής Αναπτύξεως» (Ε.Τ.Β.Α.) και οι ιδιωτικές μεταλλευτικές επιχειρήσεις.
Παραγωγή:
Η παραγωγή μεταλλευμάτων στην κατάσταση εξορύξεώς τους (φυσικά μεταλλεύματα), το 1967 ήταν 8.123.477 τον. Και το 1976 έφθασε στους 29.454.529 τον. Δηλαδή αυξήθηκε κατά 263%. Τα μεταλλευτικά προϊόντα με μηχανική επεξεργασία κι εμπλουτισμό, δεν παρουσίασαν πολύ μεγάλες διαφορές : το 1967 278.406 τον. Και το 1976 380.526 τον. ( αύξηση 37%).
Σε ό,τι αφορά, όμως, τα μεταλλουργικά προϊόντα, η παραγωγική δραστηριότης ήταν σημαντική. Κι αυτό πιο πολύ, γιατί αυξήθηκε η παραγωγή της αλουμίνας, του αλουμινίου, του νικελίου και της καυστικής και δίπυρης μαγνησίας. Η συνολική παραγωγή αυτών των προϊόντων το 1967 ήταν 401.137 τον. ενώ το 1976 έφθασε στους 1.015.575 τον. δηλαδή αυξήθηκε κατά 153%.
Η παραγωγή λιγνίτη έφθασε το 1977 στους 23,5 εκατ. τον. με συμμετοχή 97% περίπου των δύο μεγάλων λιγνιτικών κέντρων της Πτολεμαίδας και της Μεγαλουπόλεως ( παραγωγή 1959 : 1,6 εκατ. τον.).
Τέλος η παραγωγή τσιμέντου από 399.000 τον. το 1950 και 1.582.000 τον. το 1960, έφθασε το 1977 στους 11.000.000 τον. περίπου.
Εξαγωγές:
Η αξία των εξαγωγών των μεταλλευμάτων, των προϊόντων επεξεργασίας κι εμπλουτισμού τους, των λατομικών προϊόντων και των προϊόντων που προέρχονται από την κατεργασία εγχωρίων πρώτων υλών (νικέλιο, αλουμίνα, αλουμίνιο, τσιμέντο) το 1964 ήταν 630.016.000 δρχ. Μετά 13 χρόνια, το 1976, ανέβηκε στις 14.544.138.000 δρχ. Η διαφορά αυτή δίνει στα δεκατρία χρόνια μια ποσοστιαία αύξηση 2.209% στην αξία των εξαγωγών, πράγμα που αδιάψευστα καταδεικνύει την αλματώδη άνοδο της παραγωγής ορυκτού πλούτου και τη συμβολή του στην εθνική οικονομία της χώρας μας. Παράλληλα τριπλασιάστηκαν σχεδόν και οι εξαγωγές λατομικών προϊόντων, με σημαντική αύξηση της εξαγωγικής βάσεως στα μάρμαρα ( 1966 : 30.858.000 δρχ. , 1976 : 315.012.000 δρχ.). Θα μπορούσε βέβαια, να υποστηριχθή, ότι η τόσο μεγάλη αύξηση της αξίας των εξαγωγών από το 1964 έως το 1976 οφείλεται και στον πληθωρισμό. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, έχει πολύ μικρή σημασία, γιατί οι ρυθμοί του απέχουν πολύ από το ποσοστό αυξήσεως της αξίας των εξαγωγών ( 2.209%).
Αξιοσημείωτο εδώ είναι, ότι η αξία των εξαγωγών της χώρας για όλα τα είδη των προϊόντων της (γεωργικά και βιομηχανικά) το 1964, ήταν 9.252.719.000 δρχ. με συμμετοχή του ορυκτού πλούτου 6,81%, ενώ το 1976, που οι συνολικές εξαγωγές της χώρας έφθασαν στην αξία των 93.811.500.000 δρχ. ο ορυκτός πλούτος παρουσίασε υπερδιπλάσια συμμετοχή σ΄ αυτές (15,5%).
Εσωτερική κατανάλωση:
Ο ορυκτός πλούτος κάθε χώρας αποτελεί το υπόβαθρο στην εκβιομηχάνισή της.
Τα παρακάτω στοιχεία δείχνουν παραστατικά τη συμμετοχή του ορυκτού πλούτου μας στην εκβιομηχάνιση της χώρας μας :
Το 1960 η αξία των μεταλλευμάτων και των προϊόντων τους, που διακινήθηκαν στην χώρα, ήταν της τάξεως των 280.000.000 δρχ. περίπου.
Το 1965 ανέβηκε στις 506.971.311 δρχ. και το 1976 στις 1.706.422.242 δρχ. Παράλληλα τριπλασιάστηκε σε ποσότητα η εσωτερική κατανάλωση στα λατομικά ορυκτά.
Στην περίοδο 1965 – 1976 η εσωτερική κατανάλωση πρώτων υλών από το υπέδαφος της χώρας υπερτριπλασιάστηκε, χωρίς να συμπεριλαμβάνεται σ΄ αυτήν η τεράστια κατανάλωση του ελληνικού λιγνίτη, που το μεγαλύτερο ποσοστό του ( 90%) χρησιμοποιείται σήμερα για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ενώ το υπόλοιπο (10%) για άλλες χρήσεις.
Η συνολική εγκατεστημένη ισχύς των λιγνιτικών θερμοηλεκτρικών μονάδων της χώρας έφθασε το 1978 στα 1.915 ΜW, δηλαδή το 42% όλης της εγκατεστημένης ισχύος του διασυνδεδεμένου συστήματος (ηπειρωτική χώρα). Μόνο στην Πτολεμαίδα, όπου και τα μεγαλύτερα λιγνιτικά αποθέματα, η εγκατεστημένη ισχύς φθάνει στα 1.265 ΜW. Το δεύτερο ηλεκτροενεργειακό κέντρο, με ισχύ 550 ΜW, βρίσκεται στη Μεγαλόπολη της Πελοποννήσου, κοντά στο εκεί κοίτασμα λιγνίτη. Το σημαντικότερο όμως είναι, ότι η συμμετοχή του λιγνίτη στην καθαρή παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας αυξάνει σταθερά τα τελευταία χρόνια. Το 1975 έφθασε στο 50% περίπου ( έναντι του 36% το 1972 ) και το 1976 στο 55,2% (από τις 16.323 εκατ. KWH, που φθάνει όλη η παραγόμενη ενέργεια, οι 9.007 εκατ. WH παράγονται με λιγνίτη και οι υπόλοιπες με πετρέλαιο και υδατοπτώσεις).
Έτσι, ο εγχώριος λιγνίτης αποτελεί για την ώρα την κυριότερη ενεργειακή πηγή.
Απασχόληση:
Η ελληνική μεταλλεία, με δραστηριότητα που στο σύνολό της μακριά από αστικά κέντρα (αρκετές μάλιστα στα παραμεθόρια), συμβάλλει στην ανάπτυξη της υπαίθρου με συνέπεια τη διατήρηση του πληθυσμού σ΄ αυτήν και τον αντίστοιχο περιορισμό της μεταναστεύσεως. Στα δώδεκα χρόνια 1965-1976 παρ΄ όλο που η μηχανοποίηση της εκμεταλλεύσεως των μεταλλείων επεκτάθηκε, η απασχόληση του προσωπικού αυξήθηκε. Το 1965 στον μεταλλευτικό τομέα εργάζονταν 10.407 εργατοϋπάλληλοι, που το 1976 έγιναν 16.413.
Μέσα στη 10ετία του 70 το εργαζόμενο στα μεταλλευτικά συγκροτήματα δυναμικό γίνεται πλέον εξειδικευμένο, ενώ οι συνθήκες εργασίας του, μέσω της μηχανοποίησης βελτιώνονται σημαντικά.
Επενδύσεις:
Ανοδική ήταν και η καμπύλη, που διέγραψαν οι επενδύσεις παγίου κεφαλαίου στις κυριότερες μονάδες της μεταλλείας. Οι επενδύσεις αυτές, που αποτελούν το 70% περίπου των συνολικών επενδύσεων στον τομέα ορυχεία – λατομεία (το υπόλοιπο 30% είναι του Δημοσίου), από 418 εκατ. δρχ. που ήταν το 1965, το 1976 έφθασαν στις 3.019 εκατ. δρχ. Ως το 1969 οι επενδύσεις ακολούθησαν μέτρια αυξητική πορεία για να σημειώσουν σημαντική άνοδο από το 1970 και μετά.
Η ανοδική πορεία των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου από τα μεταλλευτικά συγκροτήματα φαίνεται καλύτερα, αν συγκριθεί με το σύνολο των επενδύσεων, που έγιναν στις μεταποιήσεις του ιδιωτικού και του δημοσίου τομέα, όπως δείχνει ο συνημμένος πίνακας.
Οι επενδύσεις, που προγραμματίσθηκαν από το 1974 έως το 1979 έφθασαν στο ύψος των 24 δισεκατ. δρχ. και στο μεγαλύτερό τους μέρος αφορούν στην αξιοποίηση των βωξιτών ( αλουμινίου), των νικελιούχων μεταλλευμάτων, των μικτών θειούχων και των λευκολίθων.
Για τους λιγνίτες, οι επενδύσεις της ΔΕΗ σε εγκαταστάσεις ορυχείων στο ίδιο χρονικό διάστημα (1974-1978) ανήλθαν σε έξι δισεκατ. περίπου δρχ.
Από τον Δεκέμβριο του 1975 η ΛΙΠΤΟΛ, που εκμεταλλευόταν τα μεγάλα λιγνιτωρυχεία Πτολεμαίδας, συγχωνεύτηκε με την ΔΕΗ που εκμεταλλευόταν τα λιγνιτωρυχεία της Μεγαλουπόλεως και του Αλιβερίου. Προς το τέλος της δεκαετίας του 70 , η ΔΕΗ αρχίζει να αξιοποιεί και τα μεγάλα κοιτάσματα λιγνίτου της περιοχής Αμυνταίου. Το ίδιο χρονικό διάστημα τελευταία χρόνια, δραστηριοποιήθηκαν και πολλά άλλα μικρά ιδιωτικά λιγνιτωρυχεία, από τα οποία η ΔΕΗ προμηθεύει λιγνίτη για τις ανάγκες κυρίως του θερμοηλεκτρικού εργοστασίου του Αλιβερίου, που τα αποθέματά του σε κοιτάσματα λιγνίτη έχουν σχεδόν εξαντληθεί.
Όλες οι πιο πάνω μεγάλες για τα ελληνικά μέτρα επενδύσεις, κατά την ιστορούμενη περίοδο στην ελληνική μεταλλεία, έπαιξαν σημαντικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της αξιοποιήσεως του ορυκτού πλούτου της χώρας, με τη χρήση σύγχρονων μεθόδων και μηχανημάτων απολήψεώς του και με την καθετοποίηση της παραγωγής – μεταλλευτικής και μεταλλουργικής – επιτεύγματα που τόνωσαν την ανάπτυξη της εθνικής οικονομίας.