VIII. Περίοδος 2010-2017

Το 2010 αποτελεί μία έντονα αρνητική χρονιά για τη χώρα με τεράστιες συνέπειες σε οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Τα χρόνια προβλήματα και οι πάσης φύσεως παθογένειες, οδήγησαν την Ελλάδα στα όρια της χρεοκοπίας. Η χώρα εντάσσεται σε μηχανισμό διάσωσης και ξεκινά μία περίοδος συνεχών ανατροπών. Τα αναγκαστικά μέτρα που λαμβάνονται για να τιθασεύσουν τα τεράστια δημοσιονομικά ελλείματα και το δημόσιο χρέος, οδηγούν την οικονομία σε μεγάλη ύφεση, αφήνοντας βαθιά σημάδια μείωσης της ενεργούς ζήτησης, κατακόρυφη αύξηση της ανεργίας και έντονο κλίμα απαισιοδοξίας στην κοινωνία.

Συνέπεια αυτών, η δημιουργία σοβαρότατων προβλημάτων χρηματοδότησης και ρευστότητας των ελληνικών επιχειρήσεων και η παντελής απουσία συνθηκών δημιουργίας επενδύσεων και προοπτικών ανάπτυξης.

Από την άλλη πλευρά, η Ευρωπαϊκή και γενικά η παγκόσμια οικονομία επιταχύνει τους ρυθμούς ανάπτυξής της σε σχέση με την καθίζηση του 2009. Η επιτάχυνση του παγκόσμιου ρυθμού ανάπτυξης είχε σαν αποτέλεσμα την αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης σε πρώτες ύλες και την βελτίωση των τιμών τους.

Ο συνδυασμός των ανωτέρω δύο συνθηκών, ύφεση στο εσωτερικό, ανάπτυξη στις αγορές εξωτερικού, είχε σαν αποτέλεσμα οι εξαγωγικές δραστηριότητες της ελληνικής εξορυκτικής βιομηχανίας, σε πρώτες ύλες και μεταλλεύματα να παρουσιάσουν σημαντική αύξηση, επιστρέφοντας στα προ της διεθνούς κρίσης του φθινοπώρου του 2008 επίπεδα, ενώ οι δραστηριότητες που απευθύνονται στην εγχώρια αγορά, να εμφανίσουν πολύ σημαντική κάμψη.

Το 2011 απετέλεσε για τον τόπο μία ακόμη πολύ άσχημη χρονιά που συγκρίνοντας την δύσκολα μπορεί να βρει κανείς, γυρίζοντας το χρόνο αρκετές δεκαετίες πίσω. Η οικονομία βρίσκεται σε βαθιά ύφεση, ενώ έντονα δοκιμάζεται το πολιτικό σύστημα και η κοινωνική συνοχή της χώρας. Φαινόμενα κρίσης όμως υπάρχουν ή διαφαίνονται αλλού εντονότερα, αλλού με μικρότερη ένταση σε πολλά κράτη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, επηρεάζοντας τη συνοχή της όπως και τις λαμβανόμενες αποφάσεις, ιδιαίτερα σε οικονομικό επίπεδο.

Σ’ ότι αφορά τον κλάδο της εξορυκτικής βιομηχανίας, η βαθιά ύφεση έχει επηρεάσει τραγικά τις εταιρείες που παράγουν προϊόντα τα οποία απευθύνονται στην εσωτερική αγορά (αδρανή, μάρμαρα, τσιμέντο, ένα τμήμα βιομηχανικών ορυκτών) ενώ τα προϊόντα που απευθύνονται στη διεθνή αγορά εμφανίζουν καλά αποτελέσματα. Οι εξαγωγές του κλάδου το 2011 πηγαίνουν καλά, με σχετικές αυξήσεις τιμών και ζήτησης σε σχέση με το 2010.

Το 2012 βαθαίνει ακόμη περισσότερο η εθνική οικονομική κρίση, ενώ εμφανίζονται σημάδια κάμψης ζήτησης και τιμών στις πρώτες ύλες με κύριες αιτίες τη διαφαινόμενη ύφεση ή στασιμότητα σε πολλές οικονομίες της Ε.Ε., την κρίση σε μεγάλα βιομηχανικά κράτη όπως π.χ. Ιταλία και Ισπανία, τα μη εμφανή στοιχεία ανάκαμψης της οικονομίας των ΗΠΑ και την αποθέρμανση της οικονομίας Κίνας. Αποτέλεσμα αυτών είναι, εκτός των άλλων, οι ιδιαίτερα χαμηλές τιμές των μετάλλων που επηρέασαν και την ελληνική μεταλλεία-μεταλλουργία.

Άλλο βασικό χαρακτηριστικό της εποχής, αποτελεί η δυσβάσταχτη αύξηση του κόστους ενέργειας για πολλές ευρωπαϊκές βιομηχανίες (όπως και στην Ελλάδα), που τις οδήγησε σε υπολειτουργία ή κλείσιμο, με αντίστοιχες επιπτώσεις και στη ζήτηση Ο.Π.Υ. Λόγω της τεράστιας εσωτερικής οικονομικής κρίσης, οι εταιρείες παραγωγής αδρανών/δομικών υλικών, παλεύουν για την επιβίωσή τους. Αντίθετα, οι εξαγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου, αντιμετώπισαν με επιτυχία ένα ακόμη δύσκολο έτος.

Kαι το 2013, για δεύτερη συνεχή χρονιά, η διεθνής αγορά πρώτων υλών εμφανίστηκε ιδιαίτερα ασταθής και ως προς τη ζήτηση και ως προς τις τιμές. Οι τιμές των μετάλλων εμφάνισαν σημαντική πτώση, φτάνοντας σε πρωτοφανή χαμηλά επίπεδα, οδηγώντας πολλές μεταλλουργίες , σε συνάρτηση και με το υψηλό κόστος ενέργειας, σε κλείσιμο ή υπολειτουργία. Ο παράγοντας αυτός επηρέασε σημαντικά τη ζήτηση πρώτων υλών. Η συνεχιζόμενη αστάθεια που παρατηρείται και στην παγκόσμια παραγωγή χάλυβα, τομέας που αφορά μεγάλες ποσότητες πρώτων υλών, επηρέασε τη ζήτηση και σχετικά τις τιμές και των βιομηχανικών ορυκτών. Σε ό,τι αφορά την εσωτερική αγορά, το 2013 ήταν μία ακόμη δύσκολη χρονιά για τις ΟΠΥ που απευθύνονται σε αυτή. Το μόνο παρήγορο στοιχείο είναι ότι μετά το ναδίρ της ζήτησης του 2012, το 2013 εμφανίζεται κατά τι καλύτερο. Ο τομέας των αδρανών και δομικών υλικών, εμφανίζει μία αύξηση πωλήσεων που υπερβαίνει το 5%. Πρέπει να σημειώσουμε ότι η ελληνική πολιτεία, για μία ακόμη χρονιά, όχι μόνο δεν συνέβαλε στη διατήρηση της βιωσιμότητας των εξορυκτικών επιχειρήσεων αλλά διατηρώντας όλες τις παθογένειες του συστήματος και τις αδυναμίες εφαρμογής ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων (γραφειοκρατία, φορολογική αστάθεια, οικονομική αβεβαιότητα, έλλειψη υποδομών, μεγάλο κόστος ενέργειας, απουσία κινήτρων, μεγάλες αδυναμίες τραπεζικού συστήματος για στήριξη εξαγωγών κτλ.), δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στην ανταγωνιστικότητά τους.

Το 2014, ήταν αμφίσημη από πλευράς αποτελεσμάτων, που σε γενικές γραμμές χαρακτηρίζονται, για μία ακόμη φορά, ως μέτρια. Συνεχίστηκε η πτωτική τροχιά στις τιμές των μετάλλων, με την προσφορά να αυξάνει ταχύτερα από τη ζήτηση. Η επιβράδυνση μεγάλων αναδυόμενων οικονομιών όπως της Κίνας, επηρέασε τη ζήτηση και φυσικά επέφερε σημαντική πτώση τιμών. Ο διεθνής ανταγωνισμός επηρέασε και την αγορά λευκόλιθου – μαγνησιακών προϊόντων, οδηγώντας σε μείωση τιμών. Σημαντικό ρόλο στα μέτρια αποτελέσματα διαδραμάτισαν και τα γεγονότα στην Ουκρανία. Επίσης, στη συνολικότερη απορρόφηση πρώτων υλών, η οποία ήταν και για το 2014 συγκρατημένη, έπαιξε ρόλο και η στασιμότητα παραγωγής στη χαλυβουργία της Ευρώπης, όπως και ο οξύτατος ανταγωνισμός στη διεθνή αγορά των αντίστοιχων προϊόντων, που έσπρωξε τις τιμές προς τα κάτω. Τα βιομηχανικά ορυκτά εμφάνισαν το 2014 και αυτά συγκρατημένη ζήτηση με μικρή όμως πτώση τιμών, οι οποίες συνεχίζουν να δέχονται σημαντικές πιέσεις. Ο κατασκευαστικός κλάδος, που παραδοσιακά απορροφούσε σημαντικές ποσότητες βιομηχανικών ορυκτών, δυστυχώς συνεχίζει διεθνώς την πτωτική του πορεία με μικρές εξαιρέσεις όπως στις ΗΠΑ, λόγω ανάπτυξης δημοσίων έργων. Ο τομέας του μαρμάρου το 2014, εμφάνισε βελτιωμένα οικονομικά αποτελέσματα έναντι του 2013, με μοχλό τις καλές επιδόσεις στις εξαγωγές, που αναμένεται να συνεχιστούν και το 2015. Τα αδρανή εμφάνισαν αύξηση κύκλου εργασιών κατά 25% έναντι του 2013, λόγω της επανεκκίνησης μεγάλων δημόσιων έργων στο εσωτερικό, ενώ ο κλάδος του τσιμέντου, παρά τον έντονο διεθνή ανταγωνισμό, από χώρες με χαμηλό κόστος ενέργειας και χωρίς περιορισμούς σε εκπομπές ρύπων θερμοκηπίου, κράτησε το ύψος εξαγωγών του. Στο εσωτερικό επηρεάστηκε θετικά περίπου όμοια με τον τομέα των αδρανών. Συγκριτικά με το 2012 και το 2013, όλες οι παραγωγές ορυκτών και μετάλλων αυξάνουν.

Παρά τη συνεχιζόμενη οικονομική κρίση, οι επιχειρήσεις μέλη του ΣΜΕ, αποτελούν συνολικά έναν από τους κυριότερους και σταθερότερους εργοδότες της χώρας, συνεισφέροντας επίσης στις ελληνικές εξαγωγές με ένα σημαντικότατο ποσοστό.

Ο κλάδος μας κατέχει πολύ υψηλή θέση ανάμεσα στους άλλους βιομηχανικούς κλάδους της χώρας μας. Παράλληλα, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες, η χώρα μας κατέχει υψηλή θέση όσον αφορά στο μερίδιο της εξορυκτικής βιομηχανίας επί του συνόλου της βιομηχανίας της σε όρους προστιθέμενης αξίας και απασχόλησης.

Το 2015 χαρακτηρίστηκε από κάμψη της ζήτησης που οδήγησε σε πτώση των τιμών πολλών εμπορευμάτων, ιδιαίτερα των μετάλλων, οδηγούμενη κυρίως από τη μείωση των ρυθμών ανάπτυξης ασιατικών χωρών -ειδικότερα της Κίνας- και υποβοηθούμενη από τη στασιμότητα στην Ευρώπη και την αναιμική ανάπτυξη στις ΗΠΑ. Η έντονη πτώση των τιμών του σιδηρομεταλλεύματος και η υπερπροσφορά χάλυβα αποτελούν χαρακτηριστικό γνώρισμα της αγοράς του 2015. Η επιβράδυνση ανάπτυξης του κατασκευαστικού τομέα μείωσε τη ζήτηση πρώτων υλών και μετάλλων και προκάλεσε μία σειρά αλυσιδωτών συνεπειών σε ολόκληρο τον κλάδο. Επίσης σημειώθηκε πτώση της τιμής του χρυσού, ο οποίος άγγιξε τα χαμηλότερα επίπεδα των τελευταίων πέντε ετών, καθώς και περιορισμός στη ζήτηση βιομηχανικών ορυκτών και μαγνησιακών προϊόντων, με ανάλογη πίεση για πτωτικές κινήσεις στις τιμές των αντιστοίχων προϊόντων.

Τα ναύλα των θαλάσσιων μεταφορών υποχώρησαν αισθητά (σημειώθηκε το χαμηλότερο επίπεδο κόστους μεταφοράς από το 1985) με αποτέλεσμα απομακρυσμένοι προμηθευτές πρώτων υλών να γίνουν ανταγωνιστικοί σε αγορές στις οποίες δεν είχαν πρόσβαση διαφορετικά. Οι αυξανόμενες εξαγωγές κινέζικου χάλυβα σε πολύ χαμηλές τιμές δημιούργησαν στρεβλώσεις στη διεθνή αγορά.

Στην Ελλάδα, η χρονιά που πέρασε χαρακτηρίστηκε από ευρύτερη οικονομική και πολιτική αστάθεια με αποτέλεσμα την ύφεση και την υπολειτουργία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος (capital controls) που δημιούργησε σημαντικά προβλήματα ρευστότητας και συνέχισης της λειτουργίας στις ελληνικές επιχειρήσεις. Επιπλέον, πέρα από τις προκλήσεις που αντιμετώπισε το σύνολο της επιχειρηματικής κοινότητας, η εξορυκτική βιομηχανία αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει συστηματική δυστοκία στις σχέσεις της με τη δημόσια διοίκηση, όπως από τη μία πλευρά σημαντικές καθυστερήσεις στις αδειοδοτήσεις υπαρχουσών δραστηριοτήτων και νέων επενδύσεων αλλά και από την άλλη γρήγορες ταχύτητες στην επιβολή τελών και άλλων επιβαρύνσεων στην εξορυκτική δραστηριότητα.

Στην εσωτερική αγορά η απορρόφηση πρώτων υλών, μετάλλων και δομικών υλικών, ήταν χαμηλή και ενδεικτικά αναφέρεται ότι η ζήτηση τσιμέντου στην Ελλάδα εκτιμάται ότι το 2015, κινήθηκε στα επίπεδα του 1962, ενώ στον τομέα της ενέργειας, σημειώθηκαν συνεχείς μειώσεις της παραγωγής λιγνίτη λόγω του περιορισμού της κατανάλωσης ηλεκτρικής ενέργειας, της αυξημένης χρήσης φυσικού αερίου, των εισαγωγών φτηνότερης ενέργειας αλλά και λόγω του υψηλού κόστους εξαγοράς δικαιωμάτων διοξειδίου του άνθρακα. Αντίθετα, οι εξαγωγές ελληνικού μαρμάρου και οι σημαντικές εξαγωγές ελληνικού τσιμέντου σημείωσαν ιδιαίτερα καλή επίδοση.

Τα μέλη του Συνδέσμου ανταποκρίθηκαν σε αυτές τις προκλήσεις αποτελεσματικά, χάρη στην εξωστρέφειά τους και την πιστοληπτική τους αξιοπιστία.

Η υιοθέτηση αποτελεσματικών πρακτικών διαχείρισης ρίσκου τους επέτρεψαν να υλοποιήσουν, έστω και με δυσκολίες, τα επιχειρησιακά τους σχέδια ώστε συνολικά να παραμείνουν ένας από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας και πηγή ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος για την εθνική οικονομία. Κλειδί στη σταθερότητα του κλάδου αποτελεί και η συστηματική προσέγγιση σε θέματα περιβαλλοντικής υπευθυνότητας, Υγιεινής και Ασφάλειας των εργαζομένων όπου οι προκλήσεις εξακολουθούν να είναι μεγάλες, καθώς επίσης και υπεύθυνης λειτουργίας και αποδοχής του ρόλου μας από τις τοπικές κοινωνίες. Η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία έχει τη δυνατότητα να αποτελέσει πυρήνα της ανάπτυξης και της αύξησης της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας χάρη σε παγκόσμιας κλάσης αποθέματα, σημαντικό γεωγραφικό πλεονέκτημα στη παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, υψηλά καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και ανεπτυγμένες υποδομές και εγκαταστάσεις.

Το 2016 ήταν ακόμη μία περίοδος προκλήσεων για την εθνική οικονομία και την ελληνική επιχειρηματικότητα. Μέσα σ’ ένα ασταθές και αβέβαιο περιβάλλον, η Ελληνική Εξορυκτική Βιομηχανία το 2016 σημείωσε σταθερές ή αυξημένες επιδόσεις στους περισσότερους κλάδους της, με εξαίρεση τη σημαντικά μειωμένη παραγωγή λιγνίτη. στα παραγόμενα μέταλλα και μεταλλικά προϊόντα (νικέλιο-αλουμίνιο) καταγράφηκε αύξηση τιμών σε σχέση με το 2015 ενώ τα προϊόντα λευκόλιθου κράτησαν το μερίδιό τους στη διεθνή αγορά, σημειώνοντας και μικρή ανάπτυξη, οι τιμές τoυς όμως συμπιέστηκαν λόγω υπερπροσφοράς κινεζικών προϊόντων. στη παραγωγή λιγνίτη καταγράφηκε νέα σημαντική υποχώρησή της κατά 18% σε σχέση με το 2015, λόγω μείωσης στην κατανάλωση ηλεκτρικής ενέργειας και εισαγωγών, αυξανόμενου ανταγωνισμού προμηθευτών ενέργειας, εισαγωγών, απόσυρσης-μείωσης μονάδων ατμοηλεκτρικών σταθμών και αυξημένης υποχρεωτικής συμμετοχής των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας. τα μεταλλεύματα όπως βωξίτης και τα συμπυκνώματα μικτών θειούχων, διατήρησαν ή οριακά αύξησαν τις τιμές τους. τα βιομηχανικά ορυκτά παρέμειναν γενικά σε σταθερά επίπεδα, με σημαντική συμβολή στις εξαγωγικές επιδόσεις του κλάδου, ενώ τα μάρμαρα συνεχίζουν την ανοδική τους πορεία. στα αδρανή υλικά σημειώθηκε μικρή αύξηση της παραγωγής κατά 7% έναντι του 2015 χάρη στη ζήτηση που δημιούργησαν τα έργα στην περιφέρεια και ο κλάδος του τσιμέντου συντηρεί την δραστηριότητά του κυρίως χάρη στην εξαγωγική δραστηριότητα που ανέπτυξε ενώ αναμένεται να αντιμετωπίσει κοστολογικές προκλήσεις μετά από το 2020. τα μέλη μας συνέχισαν την εστίαση τους στην βιώσιμη ανάπτυξη του κλάδου δίνοντας βάρος στην εκπαίδευση του προσωπικού για την ανάπτυξη των δεξιοτήτων του και την συστηματική ευαισθητοποίησή του στην ασφαλή συμπεριφορά στο χώρο εργασίας, στην μετα-μεταλλευτική αξιοποίηση των χώρων στους οποίους ολοκληρώθηκε η εξορυκτική δραστηριότητα καθώς και στη βελτιστοποίηση της κατανάλωσης ενέργειας.

Το 2017, ήταν έτος ποικίλων αποτελεσμάτων σε σχέση με τις αγορές των Ορυκτών Πρώτων Υλών (ΟΠΥ). Τα μεταλλεύματα εμφάνισαν το 2017 σταθερή πορεία με οριακές βελτιώσεις τιμών σε αντίθεση με τα μέταλλα, τα μεταλλικά προϊόντα και τα συμπυκνώματα, όπου είχαν σημαντική αύξηση τιμών. Τα προϊόντα μαγνησίας είχαν αυξημένες πωλήσεις το 2017 έναντι του 2016 με κάποιες, όχι μεγάλες, βελτιώσεις στον κύκλο εργασιών τους. Σημαντικός παράγοντας εξελίξεων για τις ΟΠΥ αποτέλεσε για μία ακόμη φορά η Κίνα. Ιδιαίτερα κατά το 2ο εξάμηνο του 2017, επέβαλε, για περιβαλλοντικούς λόγους, περιορισμούς παραγωγής σε πολλά μεταλλικά προϊόντα όπως αλουμινίου, μολύβδου, ψευδαργύρου και προϊόντων μαγνησίας, γεγονός που οδήγησε σε μεγαλύτερη ζήτηση και αύξηση τιμών, που κατά κύριο λόγο θα εμφανιστεί το 2018. Δεν είναι βέβαιο εάν η πολιτική αυτή θα συνεχιστεί σε βάθος χρόνου και τι είδους συνέπειες θα έχει στη διεθνή αγορά το 2018. Ο κλάδος του μαρμάρου είχε το 2017 μία πολύ καλή πορεία λόγω υψηλών εξαγωγών που τροφοδοτούνταν από τη μεγάλη ζήτηση, καλής ποιότητας μαρμάρων, από τη διεθνή αγορά. Η δυναμική του κλάδου, ιδιαίτερα για τις εξωστρεφείς και εξαγωγικά προσανατολισμένες, μεγάλες εταιρείες, είναι έντονη, με οικονομικές επιδόσεις πρωτόγνωρες για το αντικείμενο. Τα βιομηχανικά ορυκτά συνέχισαν την καλή τους πορεία όλο το 2017, με υψηλότερες πωλήσεις έναντι του 2016. Ο διεθνής ανταγωνισμός στον τομέα αυτόν, είναι ιδιαίτερα οξύς, με αποτέλεσμα να ωθούνται οι τιμές προς τα κάτω. Τα οικονομικά αποτελέσματα του τομέα εμφάνισαν μικρή αύξηση έναντι του 2016. Αρνητικό στοιχείο υπήρξε η αναστάτωση που προκλήθηκε στη ναυλαγορά, η οποία οδήγησε σε αυξήσεις τιμών, γεγονός που φαίνεται ότι θα συνεχιστεί και το 2018, επηρεάζοντας το ύψος των παραγγελιών. Η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη εμφάνισε σχετική αύξηση έναντι του 2016. Η συμμετοχή του λιγνίτη στο σύνολο της παραγωγής ενέργειας, εμφανίζεται επίσης αυξημένη, φτάνοντας το 30%. Η διαδικασία πώλησης του 40% της λιγνιτικής παραγωγής ενέργειας της ΔΕΗ, βρίσκεται σε τελική φάση και αυτό αλλάζει πλήρως όλα τα δεδομένα για τα προσεχή χρόνια. Τα αδρανή το 2017, με πολύ μεγάλη προσπάθεια, παρά τη συνεχιζόμενη μεγάλη κρίση στον κατασκευαστικό τομέα και την ανυπαρξία νέων έργων, κυμάνθηκαν περίπου στα ίδια επίπεδα με το 2016, εμφανίζοντας μικρή μείωση παραγωγής περί το 4%. Το 2018, εκτιμάται ότι θα είναι ιδιαίτερα δύσκολο. Θετικό είναι ότι έχει αρχίσει να κινείται πάλι η ιδιωτική οικοδομή .Ο κλάδος του Τσιμέντου, που σχετίζεται άμεσα με την εξορυκτική δραστηριότητα, συντηρείται χάρη στις εξαγωγές που πραγματοποιεί. Σημειώνεται ότι η εγχώρια κατανάλωση Τσιμέντου έπεσε το 2017 στα επίπεδα των αρχών του 1960.

Στην ενότητα «Οικονομία» της ιστοσελίδας του sme.gr παρέχονται αναλυτικά στοιχεία ανά προϊόν, σε παραγωγές, πωλήσεις και εξαγωγές για την περίοδο 2010-2017.